[*] Ο Επάνω Λούμας ανήκει στον δήμο Αγ. Νικολάου της Περιφερειακής Ενότητας Λασιθίου, που βρίσκεται στην Περιφέρεια Κρήτης.
Κολλάζ III [1]
Παράξενοι δυστοπικοί καιροί, πυκνοί και διαρκώς επανασημασιοδοτούμενοι, κι ο τίτλος τούτος δω που καταθέτω φαντάζει προβοκατόρικα κυκλωτικός.
Τι θέλω να πω δηλαδή;
Ότι έφτασα μέχρις εδώ επάνω, στα ορεινά του Λασιθίου, για να ξανασυναντήσω τον Βιμ Βέντερς και την ταινία του «Παρίσι, Τέξας», μετά από 35 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μας γνωριμία στην κινηματογραφική αίθουσα; Μήπως φόρεσα στο πετσί μου τον Τράβις, τον ήρωα του; Ή ένοιωσα looser όπως εκείνος, περιτοιχισμένος/η από τον κλειστό εαυτό του/μου, καθώς πορεύεται/-ομαι στην αχανή έρημο του Τέξας /Λούμα, στην μετα- εγκλειστική, μετα- εμβολιαστική χρονική περίοδο της φουλ covid εποχής που διανύουμε; Αλαφιασμένοι και έντρομοι στα έσω μας, με δήθεν άνεση μαθητευόμενων αριστούχων που αποστήθισαν τσιτάτα μιας υπαρκτής – ανύπαρκτης ελευθερίας, στα έξω μας; Χωρίς πρόθεση διαδρομής με κατεύθυνση, χωρίς γλώσσα που να μιλιέται, που να μπορεί να επικοινωνηθεί, εκείνος. Κι εγώ; Μήπως στρογγυλοκάθομαι σε μιαν αντικρυστή του θέση; Τι είδους ταυτίσεις προκύψανε απογευματιάτικα, μέσα στον αγέρα του Λούμα, μέσα σε χαλάσματα από τη μια και καλοδιατηρημένες/σκηνοθετημένες airbnb-ιοποιημένες κατοικήσεις, μέσα σε μνήμες και αναστροφές τους;
Paris,Texas-1984
Στην ταινία «Παρίσι, Τέξας» ο Βιμ Βέντερς στήνει μια δυστοπία. Κινηματογραφεί το χάσιμο του μυαλού του ήρωα του, σε μια διαδρομή ζωής χωρίς περιεχόμενο και σκοπό, χωρίς αύριο, ούτε καν σήμερα και μ’ ένα χθες να φαντάζει μακρινό πάνω σε μια έρημο/ερημοποιημένη χώρα.
«Παρίσι, Τέξας», με σημασία: Παρίσι κόμμα Τέξας. Αν ο τίτλος περιείχε τη μεσαία παύλα, αντί της στίξης με κόμμα μεταξύ των δύο χωρικοτήτων, δηλαδή Παρίσι – Τέξας, τότε θα κατανοούσαμε μια διαδρομή από το Παρίσι στο Τέξας. Όμως το «Παρίσι, Τέξας» υποσημειώνει ότι εδώ το Παρίσι αποτελεί επικράτεια του Τέξας. Ο Τράβις διασχίζοντας την έρημο, βρίσκει(;), συγκροτεί(;), ένα Παρίσι, το δικό του Παρίσι. Ποιο είναι άραγε αυτό; Από τι είδους υλικά είναι καμωμένο; Με κουστούμι, γραβάτα, κι ένα κόκκινο καπέλο, που λες κι έχει γίνει σώμα με το κρανίο του – από πάντοτε -, ο ήρωας Τράβις περπάτα στην αχανή έρημο της Νοτιοκεντρικής Αμερικής. Το Παρίσι ως σημειακή ερμηνεία, υπογραμμίζει την είσοδο σ’ ένα σύμπαν άπιαστο, ακατοίκητο, δαιμονικό. Αποκτά την υπόσταση υπόρρητης ουτοπίας. Μια οντότητα απροσπέλαστη, μια άχρονη δυνητική ζώνη ονείρων που εν τέλει αδυνατεί να προσεγγίσει.
Με έναν διαρκώς αναπροσαρμοζόμενο εγκλεισμό, με επαυξανόμενες δεσμεύσεις, ανασφάλεια, επιστημονικές διαφοροποιήσεις, εμβόλια, αντιρρήσεις, φόβο απώλειας αγαπημένων, φόβο ασθένειας, φόβο θανάτου, ενέσεις ελευθερίας, ελπίδα ξεγλιστρήματος από τη μέγγενη, κάτι καθολικό μας κυνηγάει. Το τέλος, η λύτρωση μετα-τίθενται διαρκώς σε ένα μετά,απροσδιόριστο χρονικά.
Στον Επάνω Λούμα, σκόρπια κομμάτια της πρότερης ζωής συνθέτουν μιαν ελευθερία χωρίς γλώσσα, μια πορεία αντίστοιχη με αυτήν του Τράβις, σπαρακτικά μεταμορφωτική, σε εξωπραγματικό φόντο, με άγνωστη προοπτική και γλώσσα την μνημονική ανάσυρση επιτελεστικών εικόνων από το χρονοντούλαπο της σωματικής μνήμης. Τι έχει συμβεί; Περπατά/ώ, περπατά/ώ, περπατά/ώ για να σπάσει/ω το δεδομένο, το ρυθμισμένο, για να ξεκαθαρίσει/ω το θολωμένο μυαλό. Μήπως εδώ πάνω βρίσκω το δικό μου Παρίσι, αυτό της ελευθέριας, της δυνητικής ουτοπίας, της προοπτικής, όπως τις συγκροτώ χωροχρονικά σε τούτη την μεταβατική συγκυρία;
Στεκόμαστε απέναντι, Τράβις (Χάρι Ντιν Στάντον) / Τζέιν (Ναστάζια Κίνσκι), εγώ / εσύ /εμείς. Μιλάνε μέσω τηλεφώνου. Μιλάμε μέσω zoom, skype, messenger, teams. Αυτός τη βλέπει, εκείνη όχι. Τζάμι εκείνος, καθρέφτη εκείνη, οθόνες εμείς, χωρίς σωματική επαφή άπαντες. Εκείνη χωρίς οπτική επαφή, κοντά και ταυτόχρονα μακριά, ο θάλαμος εξομολογητήριο, η οθόνη καθρέφτης.
Ε ναι, μερικές φορές η λύση είναι να χαθείς, ακόμα κι απ’ το μέσα σου.
Το Παρίσι μου αρχίζει να συντίθεται, ανάμεσα σε παλιές και σύγχρονες κατοικήσεις, σε ντόπιους και ξενόφερτους τουρίστες, σε περιπλανώμενους – πλάνητες και στο Μαύρο Πρόβατο[2]. Η μπυραρία προσδίδει κυριολεκτική υπόσταση στο Παρίσι του Τράβις / ή στο δικό μου; Σφηνωμένη λες – παρέα με τη μουσική της πλαισίωση – στο τοπίο, σαν την κιθάρα του Ράι Κούντερ[3] που με τις ηλεκτρικές της χορδές μετουσιώνει την ποτισμένη από σκόνη έρημο της εναρκτήριας σκηνής, με μεταθέτει αδιάληπτα σε ένα περιβάλλον ακαθόριστα αποστασιοποιημένο, αρχαιολογικό εύρημα διαστημικού τοπίου, βγαλμένο μέσα από τον πίνακα Nighthawks του Edward Hopper[4] σε συνομιλία με τη διάφανη φωτογραφία του Ρόμπι Μίλερ[5]
Μαύρο Πρόβατο
Ένας κόσμος αδιανόητος απαιτεί μια νέα συνθήκη σύνδεσης των στιγμών του; Η πολιτισμική συγκόλληση ετεροκλήτων χρονικοτήτων, στοιχειοθετεί δυνατότητα η οποία εμπεριέχει διαφυγή, αποκάλυψη; Δυνητικότητα ορατότητας και ταυτόχρονης θέλησης για αλλαγή και προχώρημα. Μια αλλαγή η οποία γίνεται από τον καθένα μας ικανότητα να βλέπεις γύρω και μέσα σου με άλλα μάτια, πιο συνεπαρμένα, πιο πεισμωμένα και ίσως πιο αποπλανητικά. Ο Εντουάρ Λουί ιχνηλατεί προς χάριν μας την «αισθητική της αναμέτρησης»[6]. Να αναμετρηθούμε λοιπόν κι όχι να αναδείξουμε;
Η εικόνα μέσα από τη διαρκή συνδεσιμότητα είναι λίγο πολύ γνωστή κι ως ένα βαθμό επιφανειακά βιωμένη. Το ζητούμενο είναι να προχωρήσουμε πιο βαθιά, να αξιολογήσουμε με καινούργια κριτήρια πραγματικότητας. Να ξεπεράσουμε κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης, τα οποία έχουν στοιχειωθετηθεί πάνω σε μιαν αισθητική της ομοιότητας ή της αποβολής. Ο Han μιλάει για μιαν ατμόσφαιρα που έχει εγκατασταθεί πάνω στα αντικείμενα και η οποία αναπτύσσεται στον πραγματικό χώρο μέσω των σχέσεων μας με τους άλλους ή/και με τα πράγματα, όταν τους/τα τοποθετούμε κοντά στην καρδιά [7].
Δεν γνωρίζω αν κατάφερα να διατυπώσω τη δυναμική της συνάντησης με το Παρίσι, τόσο του Τέξας όσο και του Επάνω Λούμα, με τον Βέντερς και το Nighthawks του Hopper. Με αυτή μου την θέση προσπάθησα να αναμετρηθώ μαζί τους μέσα από ένα εσωτερικό τοπίο covid εγκλεισμού, να αφουγκραστώ και να δουλέψω πάνω στις διακλαδώσεις που έχουν υφάνει μέσα μου, ίσως να κατανοήσω βαθύτερα τη σημασία της επαφής με το εκάστοτε καλλιτεχνικό έργο, να βιώσω τη μετάφραση του σε δύναμη, κουράγιο και απόλαυση για την καθημερινότητα.
Ο Εντουάρ Λουί στη συζήτηση του με τον Κεν Λόουτς[8] προτείνει η πρόσβαση στο πραγματικό να αναμετρηθεί με όλα αυτά που έχουν σχηματιστεί μέσα μας χρόνια τώρα. Προτρέπει να αποκαλύψουμε πτυχές από έννοιες καθολικές που θα αναδείξουν ταυτόχρονα τη σημασία των επιτελεστικών λειτουργιών από τις οποίες έχουν συντεθεί. Μας καλεί, αφού πρώτα ανασυστήσουμε τη βούληση για δράση, να αλλάξουμε την σκληρή πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Πρώτη κίνηση για την αλλαγή ας είναι ο τρόπος που βλέπουμε και προσεγγίζουμε τον κόσμο μέσα και έξω μας. Ίσως στη συγκεκριμένη συνθήκη να μπορούσαμε να ανασυστήσουμε νέες πολλαπλές δημιουργικές εμπειρίες / αναπαραστάσεις / αφηγήσεις, ανατρέχοντας στο αισθητικό όχι ως στοιχείο αντιπαράθεσης /αντιπαραβολής (όμορφο / άσχημο, μου αρέσει / δεν μου αρέσει), αλλά ως πηγή άντλησης πλούσιων νοημάτων που μπορούν να εμποτίσουν τον παροντικό χρόνο με υπομονή, θέληση για ζωή, αισιοδοξία, προοπτική, διεύρυνση οριζόντων, κόντρα στις δυσκολίες που διαλαλούνται, σκηνοθετώντας ακατάπαυστα το δικό μας Παρίσι καθώς πορευόμαστε προς τον εκάστοτε δυνητικό Επάνω Λούμα.
Paris Texas, ATLAS of places 1984
Βασιλική Παναγιωτοπούλου
Επάνω Λούμας, 8 Ιουλίου 2021
Σημειώσεις
[1] Κατά τον Manovich, «ο μετα-παραγωγός {Bourriaud, N., (2014), Μεταπαραγωγή, Αθήνα, ΑΣΚΤ} δεν χρειάζεται να παραγάγει από την αρχή νέα κείμενα και αντικείμενα αλλά να χειριστεί δημιουργικά τα ήδη υπάρχοντα προτείνοντας το δικό του μοντάζ», Καρπούζης, Γ., (2020), στο Εισαγωγή στις Ψηφιακές Σπουδές, Αθήνα, Ροπή, σελ. 223-228.
[2] «Μαύρο Πρόβατο»: Μπυραρία στον Επάνω Λούμα.
[3] Ο Ράι Κούντερ έγραψε και εκτέλεσε το μαγικό σάουντρακ της ταινίας «Παρίσι, Τέξας».
[4] Ο Edward Hopper είπε ότι εμπνεύστηκε το έργο του Nighthawks (1942) – ένα από τα πιο γνωστά έργα τέχνης του εικοστού αιώνα -, από «ένα εστιατόριο στη λεωφόρο Γκρίνουιτς της Νέας Υόρκης όπου συναντιούνται δύο δρόμοι». Με την προσεκτικά κατασκευασμένη σύνθεση και την έλλειψη αφήγησης – σαν τη διαδρομή του Τράβις στην έρημο -, οι τρεις πελάτες χαμένοι στις σκέψεις τους (Τράβις επί τρία) μέσα σ’ αυτό το all night εστιατόριο, συνθέτουν μιαν εικόνα που φέρει μια διαχρονική, καθολική ποιότητα που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη τοποθεσία. Το εστιατόριο εκπέμπει μιαν απόκοσμη λάμψη, σαν φάρος στη σκοτεινή γωνία του δρόμου. Ο Hopper εξαλείφει κάθε αναφορά σε δυνατότητα εισόδου στο αποκλεισμένο σύμπαν και με τη σφήνα γυαλιού διαχωρίζει τον θεατή από το κάδρο, αφήνοντας τις τέσσερις φιγούρες (μαζί με αυτήν του σερβιτόρου) να στέκουν ξεχωριστές και απομακρυσμένες. Ο ίδιος αναγνώρισε ότι στο Nighthawks «ασυνείδητα, πιθανώς, ζωγράφιζα τη μοναξιά μιας μεγάλης πόλης».
[5] Ο φωτογράφος της ταινίας «Παρίσι, Τέξας» Ρόμπι Μίλερ παίζει ακατάπαυστα με το χρώμα, παραλλάσει τις καθημερινές λεπτομέρειες. Αξιολογώντας τες τους προσδίδει μιαν ιδιαίτερα προσωπική λάμψη. Και είναι σε αυτή τη διάσταση, που συνομιλεί μοναδικά με τον Hopper.
[6] Κεν Λόουτς – Εντουάρ Λουί, (2021), «Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική», Αθήνα, Αντίποδες
[7] Byung-Chul Han: How Objects Lost their Magic, https://artreview.com/byung-chul-han-how-objects-lost-their-magic/
[8] Ό.π,. Κεν Λόουτς – Εντουάρ Λουί