Στον Λούμα τον Επάνω[*], συνάντησα το «Παρίσι» του Τέξας


[*] Ο Επάνω Λούμας ανήκει στον δήμο Αγ. Νικολάου της Περιφερειακής Ενότητας Λασιθίου, που βρίσκεται στην Περιφέρεια Κρήτης.

Κολλάζ III [1]

Παράξενοι δυστοπικοί καιροί, πυκνοί και διαρκώς επανασημασιοδοτούμενοι, κι ο τίτλος τούτος δω που καταθέτω φαντάζει προβοκατόρικα κυκλωτικός.

Τι θέλω να πω δηλαδή;

Ότι έφτασα μέχρις εδώ επάνω, στα ορεινά του Λασιθίου, για να ξανασυναντήσω τον Βιμ Βέντερς και την ταινία του «Παρίσι, Τέξας», μετά από 35 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μας γνωριμία στην κινηματογραφική αίθουσα; Μήπως φόρεσα στο πετσί μου τον Τράβις, τον ήρωα του;  Ή  ένοιωσα looser όπως εκείνος, περιτοιχισμένος/η από τον  κλειστό εαυτό του/μου, καθώς πορεύεται/-ομαι στην αχανή έρημο του Τέξας /Λούμα, στην μετα- εγκλειστική, μετα- εμβολιαστική χρονική περίοδο της φουλ covid εποχής που διανύουμε; Αλαφιασμένοι και έντρομοι στα έσω μας, με δήθεν άνεση μαθητευόμενων αριστούχων που αποστήθισαν τσιτάτα μιας υπαρκτής – ανύπαρκτης ελευθερίας, στα έξω μας; Χωρίς πρόθεση διαδρομής με κατεύθυνση,  χωρίς γλώσσα που να μιλιέται, που να μπορεί να επικοινωνηθεί, εκείνος. Κι εγώ; Μήπως στρογγυλοκάθομαι σε μιαν αντικρυστή του θέση; Τι είδους ταυτίσεις προκύψανε απογευματιάτικα, μέσα στον αγέρα του Λούμα, μέσα σε χαλάσματα από τη μια και καλοδιατηρημένες/σκηνοθετημένες airbnb-ιοποιημένες κατοικήσεις, μέσα σε μνήμες και αναστροφές τους;

Paris,Texas-1984

Στην ταινία «Παρίσι, Τέξας» ο Βιμ Βέντερς στήνει  μια δυστοπία. Κινηματογραφεί το χάσιμο του μυαλού του ήρωα του, σε μια διαδρομή ζωής χωρίς περιεχόμενο και σκοπό, χωρίς αύριο, ούτε καν σήμερα και μ’ ένα  χθες να φαντάζει μακρινό πάνω σε μια έρημο/ερημοποιημένη χώρα.

«Παρίσι, Τέξας», με σημασία: Παρίσι κόμμα Τέξας. Αν ο τίτλος περιείχε τη μεσαία παύλα, αντί της στίξης με κόμμα μεταξύ των δύο χωρικοτήτων, δηλαδή Παρίσι – Τέξας, τότε θα κατανοούσαμε μια διαδρομή από το Παρίσι στο Τέξας. Όμως το «Παρίσι, Τέξας» υποσημειώνει ότι εδώ το Παρίσι αποτελεί επικράτεια  του Τέξας. Ο Τράβις διασχίζοντας την έρημο, βρίσκει(;), συγκροτεί(;), ένα Παρίσι, το δικό του Παρίσι. Ποιο είναι άραγε αυτό; Από τι είδους υλικά είναι καμωμένο; Με κουστούμι, γραβάτα, κι ένα κόκκινο  καπέλο, που λες κι έχει γίνει σώμα με το κρανίο του – από πάντοτε -, ο ήρωας Τράβις περπάτα στην αχανή έρημο της Νοτιοκεντρικής Αμερικής. Το Παρίσι ως σημειακή ερμηνεία, υπογραμμίζει την είσοδο σ’ ένα σύμπαν άπιαστο, ακατοίκητο, δαιμονικό. Αποκτά την υπόσταση υπόρρητης ουτοπίας. Μια οντότητα απροσπέλαστη, μια άχρονη δυνητική ζώνη ονείρων που εν τέλει αδυνατεί να προσεγγίσει.

Με έναν διαρκώς αναπροσαρμοζόμενο εγκλεισμό, με επαυξανόμενες δεσμεύσεις, ανασφάλεια, επιστημονικές διαφοροποιήσεις, εμβόλια, αντιρρήσεις, φόβο απώλειας αγαπημένων, φόβο ασθένειας, φόβο θανάτου, ενέσεις ελευθερίας, ελπίδα ξεγλιστρήματος από τη μέγγενη, κάτι καθολικό μας κυνηγάει. Το τέλος, η λύτρωση  μετα-τίθενται διαρκώς σε ένα μετά,απροσδιόριστο χρονικά.

Στον Επάνω Λούμα, σκόρπια κομμάτια της πρότερης ζωής συνθέτουν μιαν ελευθερία χωρίς γλώσσα, μια πορεία αντίστοιχη με αυτήν του Τράβις, σπαρακτικά μεταμορφωτική, σε εξωπραγματικό φόντο, με άγνωστη προοπτική και γλώσσα την μνημονική ανάσυρση επιτελεστικών εικόνων από το χρονοντούλαπο της σωματικής μνήμης. Τι έχει συμβεί; Περπατά/ώ, περπατά/ώ, περπατά/ώ για να σπάσει/ω το δεδομένο, το ρυθμισμένο, για  να ξεκαθαρίσει/ω το θολωμένο μυαλό. Μήπως εδώ πάνω βρίσκω το δικό μου Παρίσι, αυτό της ελευθέριας, της δυνητικής  ουτοπίας, της προοπτικής, όπως τις συγκροτώ χωροχρονικά σε τούτη την μεταβατική συγκυρία;

Στεκόμαστε απέναντι, Τράβις (Χάρι Ντιν Στάντον) / Τζέιν (Ναστάζια Κίνσκι), εγώ / εσύ /εμείς. Μιλάνε μέσω τηλεφώνου. Μιλάμε μέσω zoom, skype, messenger, teams. Αυτός τη βλέπει, εκείνη όχι. Τζάμι εκείνος, καθρέφτη εκείνη, οθόνες εμείς, χωρίς σωματική επαφή άπαντες. Εκείνη χωρίς οπτική επαφή, κοντά και ταυτόχρονα μακριά, ο θάλαμος εξομολογητήριο, η οθόνη καθρέφτης.

Ε ναι, μερικές φορές η λύση είναι να χαθείς, ακόμα κι απ’ το μέσα σου.

Το Παρίσι μου αρχίζει να συντίθεται, ανάμεσα σε παλιές και σύγχρονες κατοικήσεις, σε ντόπιους και ξενόφερτους τουρίστες, σε περιπλανώμενους – πλάνητες και στο Μαύρο Πρόβατο[2]. Η μπυραρία προσδίδει κυριολεκτική υπόσταση στο Παρίσι του Τράβις / ή στο δικό μου; Σφηνωμένη λες – παρέα με τη μουσική της πλαισίωση – στο τοπίο, σαν την κιθάρα του Ράι Κούντερ[3] που με τις ηλεκτρικές της χορδές μετουσιώνει την ποτισμένη από σκόνη έρημο της εναρκτήριας σκηνής, με  μεταθέτει αδιάληπτα σε ένα περιβάλλον ακαθόριστα αποστασιοποιημένο, αρχαιολογικό εύρημα διαστημικού τοπίου, βγαλμένο μέσα από τον πίνακα Nighthawks του Edward Hopper[4] σε συνομιλία με τη διάφανη φωτογραφία του Ρόμπι Μίλερ[5]

Edward Hopper Nighthawks 1942

Μαύρο Πρόβατο

Ένας κόσμος αδιανόητος απαιτεί μια νέα συνθήκη σύνδεσης των στιγμών του; Η πολιτισμική συγκόλληση ετεροκλήτων χρονικοτήτων, στοιχειοθετεί δυνατότητα η οποία εμπεριέχει διαφυγή, αποκάλυψη; Δυνητικότητα ορατότητας και ταυτόχρονης θέλησης για αλλαγή και προχώρημα. Μια αλλαγή η οποία γίνεται από τον καθένα μας ικανότητα να βλέπεις γύρω και μέσα σου με άλλα μάτια, πιο συνεπαρμένα, πιο πεισμωμένα και ίσως  πιο αποπλανητικά. Ο Εντουάρ Λουί ιχνηλατεί προς χάριν μας την «αισθητική της αναμέτρησης»[6]. Να αναμετρηθούμε λοιπόν κι όχι να αναδείξουμε;

Η εικόνα μέσα από τη διαρκή συνδεσιμότητα είναι λίγο πολύ γνωστή κι ως ένα βαθμό επιφανειακά βιωμένη. Το ζητούμενο είναι να προχωρήσουμε πιο βαθιά, να αξιολογήσουμε με καινούργια κριτήρια πραγματικότητας. Να ξεπεράσουμε κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης, τα οποία έχουν στοιχειωθετηθεί πάνω σε μιαν αισθητική της ομοιότητας ή της αποβολής. Ο Han μιλάει για μιαν ατμόσφαιρα  που έχει εγκατασταθεί πάνω στα αντικείμενα και η οποία αναπτύσσεται στον πραγματικό χώρο μέσω των σχέσεων μας με τους άλλους ή/και με τα πράγματα, όταν τους/τα τοποθετούμε κοντά στην καρδιά [7].

Δεν γνωρίζω αν κατάφερα να διατυπώσω τη δυναμική της συνάντησης με το Παρίσι, τόσο του Τέξας όσο και του Επάνω Λούμα, με τον Βέντερς και το Nighthawks του Hopper. Με αυτή μου την θέση προσπάθησα να αναμετρηθώ μαζί τους μέσα από ένα εσωτερικό τοπίο covid εγκλεισμού, να αφουγκραστώ και να δουλέψω πάνω στις διακλαδώσεις που έχουν υφάνει μέσα μου, ίσως να κατανοήσω βαθύτερα τη σημασία της επαφής με το εκάστοτε καλλιτεχνικό έργο, να βιώσω τη μετάφραση του σε δύναμη, κουράγιο και απόλαυση για την καθημερινότητα.

Ο Εντουάρ Λουί στη συζήτηση του με τον Κεν Λόουτς[8] προτείνει η πρόσβαση στο πραγματικό να αναμετρηθεί με όλα αυτά που έχουν σχηματιστεί μέσα μας χρόνια τώρα. Προτρέπει να αποκαλύψουμε πτυχές από έννοιες καθολικές που θα αναδείξουν ταυτόχρονα τη σημασία των επιτελεστικών λειτουργιών από τις οποίες έχουν συντεθεί.  Μας καλεί, αφού πρώτα ανασυστήσουμε τη βούληση για δράση, να αλλάξουμε την σκληρή  πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Πρώτη κίνηση για την αλλαγή ας είναι ο τρόπος που βλέπουμε και προσεγγίζουμε τον κόσμο μέσα και έξω μας. Ίσως στη συγκεκριμένη συνθήκη να μπορούσαμε να ανασυστήσουμε νέες πολλαπλές δημιουργικές εμπειρίες / αναπαραστάσεις / αφηγήσεις, ανατρέχοντας στο αισθητικό όχι ως στοιχείο αντιπαράθεσης /αντιπαραβολής (όμορφο / άσχημο, μου αρέσει / δεν μου αρέσει), αλλά ως πηγή άντλησης πλούσιων νοημάτων που μπορούν να εμποτίσουν τον παροντικό χρόνο με υπομονή, θέληση για ζωή, αισιοδοξία, προοπτική, διεύρυνση οριζόντων, κόντρα στις δυσκολίες που διαλαλούνται, σκηνοθετώντας ακατάπαυστα το δικό μας Παρίσι καθώς πορευόμαστε προς τον εκάστοτε δυνητικό Επάνω Λούμα.

Paris Texas, ATLAS of places 1984

Βασιλική Παναγιωτοπούλου

Επάνω Λούμας, 8 Ιουλίου 2021


Σημειώσεις

[1] Κατά τον Manovich, «ο μετα-παραγωγός {Bourriaud, N., (2014), Μεταπαραγωγή, Αθήνα, ΑΣΚΤ} δεν χρειάζεται να παραγάγει από την αρχή νέα κείμενα και αντικείμενα αλλά να χειριστεί δημιουργικά τα ήδη υπάρχοντα προτείνοντας το δικό του μοντάζ», Καρπούζης, Γ., (2020), στο Εισαγωγή στις Ψηφιακές Σπουδές, Αθήνα, Ροπή, σελ. 223-228.

[2] «Μαύρο Πρόβατο»: Μπυραρία στον Επάνω Λούμα.

[3] Ο Ράι Κούντερ έγραψε και εκτέλεσε το μαγικό σάουντρακ της ταινίας «Παρίσι, Τέξας».

[4] Ο Edward Hopper είπε ότι εμπνεύστηκε το έργο του Nighthawks (1942) – ένα από τα πιο γνωστά έργα τέχνης του εικοστού αιώνα -, από «ένα εστιατόριο στη λεωφόρο Γκρίνουιτς της Νέας Υόρκης όπου συναντιούνται δύο δρόμοι».  Με την προσεκτικά κατασκευασμένη σύνθεση και την έλλειψη αφήγησης – σαν τη διαδρομή του Τράβις στην έρημο -, οι τρεις πελάτες χαμένοι στις σκέψεις τους (Τράβις επί τρία) μέσα σ’ αυτό το all night εστιατόριο, συνθέτουν μιαν εικόνα που φέρει μια διαχρονική, καθολική ποιότητα που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη τοποθεσία.  Το εστιατόριο εκπέμπει μιαν απόκοσμη λάμψη, σαν φάρος στη σκοτεινή γωνία του δρόμου. Ο Hopper εξαλείφει κάθε αναφορά σε δυνατότητα εισόδου στο αποκλεισμένο σύμπαν και με τη σφήνα γυαλιού διαχωρίζει τον θεατή από το κάδρο, αφήνοντας τις τέσσερις φιγούρες (μαζί με αυτήν του σερβιτόρου) να στέκουν ξεχωριστές και απομακρυσμένες. Ο ίδιος αναγνώρισε ότι στο Nighthawks «ασυνείδητα, πιθανώς, ζωγράφιζα τη μοναξιά μιας μεγάλης πόλης».

[5] Ο φωτογράφος της ταινίας «Παρίσι, Τέξας» Ρόμπι Μίλερ παίζει ακατάπαυστα με το χρώμα, παραλλάσει τις καθημερινές λεπτομέρειες. Αξιολογώντας τες τους προσδίδει μιαν ιδιαίτερα προσωπική λάμψη. Και είναι σε αυτή τη διάσταση, που συνομιλεί μοναδικά με τον Hopper.

[6] Κεν Λόουτς – Εντουάρ Λουί, (2021), «Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική», Αθήνα, Αντίποδες

[7] Byung-Chul Han: How Objects Lost their Magic, https://artreview.com/byung-chul-han-how-objects-lost-their-magic/

[8] Ό.π,. Κεν Λόουτς – Εντουάρ Λουί

Η πόλη ως κέντημα: Τέχνασμα ή ενδεχόμενο;

«Ατμόσφαιρες» της Αθήνας

Συμμετοχική  περιπλάνηση

Γ’ Κύκλος 2021-2022

Το κέντημα της πόλης ακινητοποιήθηκε.  Οι κλωστές του μείναν απότομα ασύνδετες, ξέμπλεκες, μα πάντα «εκεί» να μας καλούν  σε περιπλανήσεις.

Σταθήκαμε αμήχανοι, αποσβολωμένοι, φοβισμένοι, όπως μπροστά σε κάθε δοκιμασία, που όταν σου χτυπά ακάλεστη την πόρτα δεν μπορείς να της γυρίσεις την πλάτη.

Και μάθαμε πολλά. Πρώτα για εμάς τους ίδιους και τα κενά μας. Κυρίως αυτά είναι που ξεσκαλίσαμε, όταν ανοίξαμε τα κλειδωμένα ντουλάπια της ύπαρξης μας.

Πιο ανθρώπινοι από την ταλαιπωρία, ίσως πιο δυναμωμένοι από τη γνώση, ξαναβγαίνουμε στην πόλη.

Την αναζητούμε σε λέξεις, σε χρώματα, σε ιστορίες, σε ίχνη που είναι δύσκολο να τα  ακουμπήσεις.  Ψάχνουμε τους ανθρώπους, τα πράγματα, την ατμόσφαιρα  που σχηματίζουν υλικά και άυλα αποτυπώματα,  όταν τα τοποθετούμε εκεί, στο μέρος της καρδιάς.

Γιατί το νοιώσαμε βαθιά. Την πόλη, συγκροτεί η κοινή μας ιστορία, η κοινή μας εμπειρία.

>>> Η Οθωμανική Αθήνα >>> Η «αστική» Αθήνα >>>  Η εργατική, προσφυγική Αθήνα >>>  Η «επινοητική» Αθήνα της κρίσης >>> Η εικαστική Αθήνα >>>

Η πρώτη ατμοσφαιρική περιπλάνηση μας,  αφορά την «εικαστική Αθήνα» και θα εξελιχθεί στους τόπους όπου εκτυλίσσεται η 7η Μπιενάλε της Αθήνας, η οποία «άνοιξε τις πύλες του πολυσύμπαντος της ECLIPSE και μας καλεί να δούμε, να ακούσουμε και να αισθανθούμε το καλειδοσκόπιο των πιθανοτήτων ενός κόσμου σε μετάβαση».

^^^ Κυριακή 17 0κτωβρίου 2021 στις 11.00 π.μ. στην Πλατεία Δικαιοσύνης, Αρσάκη & Πανεπιστημίου

Εκθεσιακοί Χώροι: Πρώην Εμπορικό Κέντρο Fokas, Σταδίου 41 / Πρώην Δικαστήρια Σανταρόζα, Σταδίου 48 / Πλατεία Δικαιοσύνης, Αρσάκη & Πανεπιστημίου / Μέγαρο Σλήμαν-Μελά, Πανεπιστημίου 46

Περιεχόμενο: Εκπαίδευση, επιτέλεση,  εδαφική διαχείριση, συν-διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, έννοιες του χώρου, του χρόνου και της κοινωνικής ταυτότητας, εθνογραφικές προσεγγίσεις του υλικού πολιτισμού, παραγωγή της καθημερινότητας.

Διάρκεια: 2 ώρες / συνάντηση
Αριθμός συμμετεχόντων:  5-25 άτομα
Περίπατοι / εργαστήριο: 6-8  περίπατοι

Τόπος:  Ευρύτερο Κέντρο Αθήνας,  ένα πολυστρωματικό αρχαιολογικό, ανθρωπολογικό, αρχιτεκτονικό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο  συγκατοικούν, συν-ομιλούν, το χθες  με το σήμερα και αναδεικνύονται ψήγματα του αύριο.
Χρόνος: Κυριακές στις 11.30 π.μ.

Καθορισμός στόχων και προτεραιοτήτων:
Η πόλη λειτουργεί ως το αφηγηματικό περιβάλλον εκδίπλωσης της προσωπικής ματιάς των συμμετεχόντων, κέντημα της σωματικής εμπλοκής, των εμπειριών, της προσωπικής τους θέασης. Είναι όπως στα κεντήματα, όπου οι κεντήστρες  μέσα από διαφορετικά σχέδια με πλούσια χρώματα έπλαθαν και ύφαιναν με τις ώρες και τα χρόνια,  παραμύθια και ιστορίες, αφηγήσεις  ολάκερης ζωής μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές των κλωστών τους.

Έρευνα – Σχεδιασμός : Active CITY
Οργάνωση-ΠαραγωγήΠΟΚΕΑΤΕΠ, Νοέμβριος 2021 – Μάιος 2022

Πληροφορίες / Δηλώσεις συμμετοχής:
Ελένη Στασινοπούλου: 210-5144127, 6937281071 & stasinopouloueleni@gmail.com

Βιβλιογραφική αναφορά: Η πόλη ως κέντημα Α’ Κύκλος 2018-2019, Β’ Κύκλος 2019-2020

  • Τήρηση υγειονομικού πρωτόκολλου σύμφωνα με τις οδηγίες ΕΟΔΥ

Για την καλύτερη οργάνωση της δραστηριότητας θα  αποστέλλονται στους συμμετέχοντες, αναλυτικά στοιχεία για την κάθε επικείμενη συνάντηση. 

Το θαλάσσιο όριο της πόλης ως τόπος των «κοινών»

Ένα αντι-θέαμα πέραν του παραθερισμού, εν καιρώ κορωνοϊού

Η πόλη, στην τρέχουσα συνθήκη της επιδημικής κρίσης, αποκαλύπτει μια σειρά από καινούργιες διαστάσεις: ερημώσεις και πυκνώσεις, απαγορεύσεις κυκλοφορίας και ωρολόγιο πρόγραμμα κινητικότητας, εγκλεισμό και ψηφιακή συνδεσιμότητα, κοινωνική αποστασιοποίηση και απομόνωση, απορρύθμιση ενσώματων οικογενειακών, φιλικών, εργασιακών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και καταναλωτικών πρακτικών. Συνθέτοντας τα δεδομένα που ανοίγονται, θα λέγαμε ότι συμπυκνώνει μια λογική «αντι-θεάματος».

Ως πρωταγωνιστές  της ιστορίας της, μας ζητά να  ανασύρουμε  προβολές από ένα παρελθόν γεμάτο μύθους, τοπία, διηγήσεις, μορφές κοινωνικής οργάνωσης, πολιτικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις που την οδήγησαν μέσα από γενιές, στη μορφή που σωματοποιήσαμε ως τα τώρα. Αν προσπαθήσουμε να ανασυστήσουμε το φιλμ  με την διαδοχή των φάσεων της υλικής σχηματοποίησης της, κατανοούμε πως διανύουμε μια καίρια και αντιφατική στιγμή, η οποία απαιτεί βίαιη και επώδυνη αναπροσαρμογή.

Με διαρκές όνειρο την ανακάλυψη του εαυτού και του κόσμου, με πρόταγμα την εμπειρία ως συστατικό υλικό της ολοκλήρωσης, οι δυτικές κοινωνίες ακολούθησαν ένα εξερευνητικό ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου όφειλαν να τα γευτούν «όλα».  

Ας σταθούμε εδώ  στον παραθερισμό. Το ξεκαλοκαίριασμα πρόσφερε μια συνθήκη, εντός της οποίας το νεωτερικό υποκείμενο έπλασε αναπαραστατικά ένα σημαίνον κομμάτι του εαυτού του. Εκκινώντας από την εμπειρία και τα οφέλη για την υγεία και τη σωματική του ανάπτυξη, πρακτική την οποία ακολούθησαν ιστορικά από νωρίς ευγενείς και αστοί, ο παραθερισμός εξελίσσεται σε δημόσια πρακτική η οποία συνεπικουρείται από την ανάπτυξη των μαζικών μέσων μεταφοράς, την άνοδο μισθών και εισοδημάτων, την κινητικότητα και στη σύγχρονη εκδοχή της – σπουδές, εύρεση εργασίας, μετανάστευση – τη νομαδικότητα, την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και την εξασφάλιση αξιοσέβαστης σύνταξης. Αστοί, μεσαία τάξη, μικροαστοί, ελεύθεροι επαγγελματίες, υπάλληλοι, αγρότες, φοιτητές, μικρομεσαίοι, πρεκαριάτο[1] εισέρχονται σταδιακά στο «θέαμα» του παραθερισμού και στη σύγχρονη εκδοχή του, τον τουρισμό.

Η βιομηχανική πόλη, η μεγαλούπολη, η μετά-πολη δημιουργεί καταπονητικές συνθήκες επιβίωσης. Τα ταξίδια αποκτούν διαστάσεις απόδρασης από ένα αγχωτικό εδώ και τώρα. Η πόλη, ως εμπεριέχουσα την εξουθενωτική συνθήκη επιβίωσης μου, αδυνατεί να παρέχει μια εικόνα άξια να της αφιερώσω χρόνο γνώσης, επαφής, περιήγησης, χαλάρωσης.  Δεν την βλέπω, την αποστρέφομαι, επιθυμώ διαρκώς να την εγκαταλείπω για έναν παράδεισο ιδανικό, για τις πόλεις των άλλων που τώρα ως τουρίστρια, ελεύθερη από καταπιεστικό ωράριο, υποχρέωση κίνησης σε υπερφορτωμένους δρόμους, οπόταν πρέπει να ξεκινήσω το πρωί και να επιστρέψω με όλες τις υποχρεώσεις να βαραίνουν τη σκέψη και το μυαλό μου αργά το απόγευμα. Οι πόλεις των άλλων είναι καλύτερες, ομορφότερες γιατί τις «κοιτάζω», δεν τις βιώνω, τις επισκέπτομαι στα καλύτερα μου, μιας και στην συνθήκη του ανέμελα περιφερόμενου επισκέπτη μπορώ να τις περιηγηθώ σε ένα μίνιμουμ χρονικό περιθώριο και ναι όλα είναι όμορφα, τίποτα δεν θα χαλάσει το «μυθιστόρημα» μου. Δεν θα επισκεφτώ ποτέ τα μίζερα προάστια τους (όπως τα αποκλεισμένα banlieux του Παρισιού), δεν γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχουν. Θα επισκεφτώ τη φαντασμαγορία τους, θα είμαι ξένοιαστη και χαλαρή να απολαύσω, θα συμμετέχω στο «θέαμα».

Τι εγκαταλείπω  όμως πίσω στη πόλη μου;

Με την κακοποιητική συμπεριφορά της υπερεκμετάλλευσης, μέσα στην άκριτα παγκοσμιοποιημένη συνθήκη  του καπιταλισμού, οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων απομονωμένοι από ποιοτικά και συμμετοχικά σχεδιασμένους δημόσιους χώρους, αποστρέφουν το πρόσωπο από τη δυνατότητα να συγκροτήσουν ένα τοπίο αναπαραστάσεων που θα εδράζεται στις πόλεις τους, θα τροφοδοτεί δημιουργικά και θα απελευθερώνει  το φαντασιακό τους. Απορρίπτουν βιωματικά και ίσως τις περισσότερες φορές ασύνειδα, τον εμπορευματοποιημένο δημόσιο χώρο, ως διαστρεβλωμένο πρόταγμα αυτοπραγμάτωσης. Πρόσφατο παράδειγμα ο Μεγάλος Περίπατος, ένα θέαμα έμπλεο μεγαλοϊδεατισμών, που αφορά μόνον τους εμπνευστές του για ψηφοθηρικούς, επιβεβαιωτικούς και άλλους σκοπούς.

Και τώρα εν μέσω περιορισμών, που μπορώ να στραφώ;

Αναζητώντας την επαφή με τον Εαυτό (εαυτός-κόσμος- φύση), με έντονο το φορτίο του συγκαιρινού φόβου αλλά και ταυτόχρονα αντιδρώντας σε αυτόν, με τη βοήθεια της αφυπνισμένης μνήμης του βαθειά ανθρώπινου, οι κάτοικοι της πόλης προσπαθούν. Μέσα από δικλείδες ελευθερίας, που μια δυνητική, υβριδική μορφή προσέγγισης στην παρούσα φάση παρέχει κάλυψη (13033-κωδικός 6), κινούνται προσεγγίζοντας το θαλάσσιο όριο της πόλης – όπου παραμένει ακόμα ελεύθερα προσβάσιμο – , ως μία αέναα ανατροφοδοτούμενη αλυσίδα μυρμηγκιών, σε πυκνώσεις και αραιώσεις, από τα ξημερώματα της κάθε μέρας ως αργά το βράδυ, με ήλιο, συννεφιά, κρύο, αέρα, μποφόρ ακόμα και βροχή.  

Με τα πόδια, με ποδήλατο, μηχανάκι ή αυτοκίνητο, με τραμ ή λεωφορείο, εκατοντάδες κόσμου από κοντινές αλλά και απομακρυσμένες περιοχές της πόλης, χειμερινοί κολυμβητές και όψιμοι θιασώτες του είδους, συνταξιούχες /οι, εργαζόμενοι/ες, εισοδηματίες, άνεργοι, συντηρητικοί και θρησκευόμενοι, άθεοι και επαναστατικοί, μετανάστες και ιθαγενείς, τουρίστες και περαστικοί, μοναχικοί και συντροφευμένοι, χασομέρηδες, πότες, καπνιστές, ποδοσφαιρόφιλοι, ταβλαδόροι, ρακετίστες και ρακετόπληκτοι, υγιεινιστές, γιόγκι, γιογκίνι, προπονητές και αθλητές κολύμβησης, μαθητές, φοιτητές, φίλες και φίλοι, ζευγαράκια νεοερωτευμένα, ζευγάρια ώριμα και βαριεστημένα, μητέρες, πατέρες, γιαγιάδες και παππούδες με μικρά παιδιά, κυρίες καλοστεκούμενες με στυλ, τυρμπάν και σκυλάκι, νεαρές υπέρκομψου σωματότυπου, άτομα με αναπηρία, υπέρβαροι και μανιακοί του fitness, πολυλογούδες και φιλοσοφικά σιωπούντες, ένα αλλόκοτο  «οικοσύστημα»[2] – αν το περιεργαστείς επιπόλαια και με  φευγαλέα ματιά –,  μια αναπαράσταση της κοινωνίας – όταν γίνεις μέρος  του –, αφήνονται  σωματικά στο νερό ή απλά στη θέαση της θάλασσας. Ταξιδεύουν στην «ιδέα» του υγρού στοιχείου και του ανοιχτού ορίζοντα των ονείρων. Καταφτάνουν χαρούμενοι για το μεγάλο κατόρθωμα της ημέρας, τις μικρές ιδιωτικές στιγμές που καταφέρνουν να γίνονται ο Εαυτός τους. Το ξεπέρασμα, ενός «ορίου» θερμοκρασίας ή και προσπάθειας – για τους άλλους –, γίνεται η στιγμή του εναγκαλισμού με την ανθρωπινότητα. Η γυμνότητα του σώματος, η επαφή με το υγρό στοιχείο ήταν ανέκαθεν μια στιγμή απελευθέρωσης. Οι μάσκες πέφτουν. Αναζητώντας την έξοδο από τον ψηφιακό κλωβό της τηλεργασίας, της τηλεκπαίδευσης, της προκάτ ενημέρωσης, εγκαταλείπουν κάμερες, μικρόφωνα, ακουστικά, οθόνες, ταμπλέτ-ες, λαπ-τόπ-ια και πληκτρολόγια σε σαλόνια, καθιστικά, σαλοτραπεζαρίες, κουζίνες και κρεβατοκάμαρες. Πασχίζουν να ελευθερώσουν το σώμα, τη ψυχή, τη ματιά από το φόβο θανάτου, να βιώσουν, να επιτελέσουν την καρμική ενότητα με τη φύση. Ικανοποίηση μιας επιταγής: το σώμα ζητά να εκταθεί, να ελευθερωθεί από το κλουβί, να ονειρευτεί.  

Είναι εδώ, στις ελεύθερες, μη εμπορευματοποιημένες νησίδες γης, στο όριο των πόλεων και στην επαφή με το υγρό στοιχείο, όπου το άξενο  καταλύεται και στη θέση του ίσως να συγκροτούνται διαγώνια τόποι των «κοινών», γειτονιές επικοινωνίας, χώροι διεκδίκησης της ανεξαρτησίας ατομικοτήτων, τόποι συγκρότησης στιγμιαίων συλλογικοτήτων. Ηχηρές συνομιλίες αγνώστων σε απόσταση, τραγούδια και συγκινητικές εξομολογήσεις, ρακέτες με τυχοδιωκτική μανία πάσας, άτυπη σιωπηρή συνεννόηση που στήνει απρόσμενα ετερόκλητες περιστασιακές συντροφιές μέσα σε μια διευρυμένη αυλή των θαυμάτων. Μια περιοδικά εναλλασσόμενη καθημερινότητα ρεπερτορίων, εντός της οποίας ξετυλίγεται συνταρακτικά το κουβάρι των ατομικών μικρο-ιστοριών των πρωταγωνιστών της. Ήχοι πηγαινέλα του σφαιριδίου στην επαφή με τη ρακέτα, σαν μηχανή/ές σε πολλαπλότητα, ήχοι ενός παρατεταμένου εδώ και τώρα σε αντιπαραθετική κοροϊδία με το φόβο του ιού/θανάτου, ή και σε προκλητική αναμέτρηση μαζί του για τη διεκδίκηση ενός παρόντος και ταυτόχρονα μέλλοντος φωτεινού και ηχηρού που οφείλει να παραμείνει ανοικτό για πάντα. Υπόκωφη αναβίωση της Δεύτερης Ημέρας των Μεγάλων Ελευσίνιων, της Άλαδε Μύσται — όπως αποκαλείτο, που σημαίνει: Στη Θάλασσα Μύστες –, οπότε η ομάδα των Μυστών εν πομπή λουζόταν στο Φάληρο για να εκδιώξει τις αμαρτίες. Και η οποία σήμερα, τώρα, μεταβολίζεται σε σύγχρονη τελετουργία κάθαρσης από την ιεροσυλία της ανεξάντλητης  προόδου, της ευημερίας σ’ ένα διογκωμένο τώρα, το οποίο αφού εκδίωξε την εμπειρία της φύσης, στη θέση της τοποθέτησε τεράστιες εικόνες εμπορευμάτων και ψηφιακών δυνατοτήτων.

Απάντηση στην δυστοπική συνθήκη που αντιμετωπίζουμε ή επινοητική επίλυση μιας πύκνωσης αναγκών στη μεγάπολη, η κάθοδος των ανθρώπων στο θαλάσσιο όριο της πόλης συγκροτεί πρακτική ψυχικής, σωματικής, εν τέλει υπαρξιακής επιβίωσης. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σταύρος Σταυρίδης[3], οι πρακτικές της «παραχάραξης» – αν τις ερμηνεύσουμε ως πρακτικές που χαράζονται παράλληλα στην πεπατημένη –, πιθανά θα μας  βοηθήσουν να διαβούμε κατώφλια προς «κοινά αγαθά» που ανακαλύπτονται εκ νέου και σκιαγραφούν την μελλοντική ίσως πραγματικότητα. Όλα είναι ανοιχτά, άλυτα και ημιτελή, και εμείς θα προσβλέπουμε πάντοτε στην λυσιτελή ολοκλήρωσή τους με τη συμμετοχή μας.

Βασιλική Παναγιωτοπούλου


Σημειώσεις

[1] Από το λατινικό precarious = αβέβαιος, ανασφαλής. Αφορά εργαζόμενους με ελαστικά ωράρια, άνεργους, χαμηλοσυνταξιούχους, εποχικά ή περιστασιακά εργαζόμενους, ανασφάλιστους και γενικά ανθρώπους σε αδυναμία πρόβλεψης του αύριο, (https://www.avgi.gr/politiki/207066_apo-proletariato-sto-prekariato).

[2] Μουτσόπουλος Θ., Οι λεωφόροι της ευτυχίας, σελ.255, Συλλογικό: Χωρίς όρια. Οι αχανείς εκτάσεις των αθηναϊκών προαστίων, Αθήνα, 2003, Futura.

[3] Σταυρίδης Σ, Κοινός Χώρος. Η πόλη ως τόπος των κοινών, Αθήνα, 2018, Angelus Novus

Το κείμενο — στην πρώτη του εκδοχή — δημοσιεύτηκε στην Πολιτιστική  Αναζήτηση, Τεύχος 94 / Χειμώνας 2020, σελ.12-15.

Η βιβλιοθήκη της ζωής μου στη Συνοικία το όνειρο

Της Μυρσίνης Ζορμπά

Η βιβλιοθήκη ήταν ένα ισόγειο μαγαζί, δίπλα στον φούρνο όπου πήγαινα καθημερινά για μια φρατζόλα ψωμί. Μερικές φορές κοντοστεκόμουν στην τζαμαρία και χάζευα τα βιβλία αλλά δεν τολμούσα να περάσω το κατώφλι. Σε μια τέτοια στιγμή με βρήκε να ονειροπολώ ο βιβλιοθηκάριος, που βγήκε στην πόρτα να κάνει ένα τσιγάρο, και με προσκάλεσε να μπω, αν θέλω, και να χαζέψω τα βιβλία. Κοίταξα ασυναίσθητα τα παπούτσια μου και ντράπηκα αλλά προχώρησα. Χωρίς πρόσκληση δύσκολα θα είχα μπει. Ήμουν ένα εννιάχρονο συνεσταλμένο κορίτσι στα Πετράλωνα.

Βιβλία στα ράφια, δύο μεγάλα τραπέζια και το γραφείο του βιβλιοθηκάριου μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό, ένα ξύλινο κουτί με καρτελίτσες, δεμένες εγκυκλοπαίδειες, περιοδικά, η «Διάπλαση των Παίδων» σε τόμους. Κατάλαβε πόσο εντυπωσιασμένη ήμουν από το περιβάλλον αυτό και αμήχανη, μου πρότεινε μια κάρτα μέλους που με τάραξε ακόμη περισσότερο και το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν». Ήταν ο σωστός άνθρωπος, ήταν το σωστό βιβλίο, ήταν το περιβάλλον όπου βρέθηκα ανυποψίαστη; Πάντως καταβρόχθισα το βιβλίο σε δυο μέρες και επέστρεψα, όχι χωρίς δισταγμό αλλά πιο θαρραλέα και προετοιμασμένη, για τους «Άθλιους» του Βίκτωρα Ουγκό. Ήταν δυο πολυσέλιδοι τόμοι, δεμένοι με καφέ σκληρό εξώφυλλο.

Έπεσα στη θάλασσα της αδικίας και της σκληρότητας του Ιαβέρη, στα βάσανα του Γιάννη Αγιάννη, στον έρωτα της Τιτίκας και του Μάριου. Έζησα μαζί τους τέσσερις ολόκληρες εβδομάδες, περιπλανήθηκα και υπέφερα, αλλά βγήκα πιο αποφασιστική για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε την αδικία του κόσμου. Θα γινόμουν δικαστής όταν μεγαλώσω. Η ανάγνωση αποσυνδεμένη από τα σχολικά κείμενα αποκτούσε νόημα. Το περιβάλλον γύρω μου ξεχείλιζε από τα τραγούδια του Καζαντζίδη και τις ταινίες της Βουγιουκλάκη, οι ορμητικές παρέες των παιδιών της γειτονιάς σκαρφάλωναν για περιπέτειες στον λόφο του Φιλοπάππου δίπλα στα σπίτια μας, αλλά είχα μπει σε δίλημμα. Οι ήρωες των βιβλίων με μαγνήτιζαν, διάβαζα άτσαλα κι άπληστα κι ήθελα κι άλλο. Έμεινα αποσβολωμένη με το «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ», μπερδεύτηκα με τον Νίτσε, άρχισαν να με ελκύουν τα απαγορευμένα βιβλία, όπως ήταν το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι», ή τα απειλητικά, όπως «Το Κατηγορώ» του Ζολά, η Περλ Μπακ, ο Κάφκα. Η ηδονή του παραβατικού αναγνώστη απλωνόταν μέσα μου και με τόνωνε.

Πετράλωνα, τέλη της δεκαετίας του ’50. Μικρές συμμορίες δεκάχρονων, ξεχυνόμασταν συνήθως στου Φιλοπάππου μετά το σχολείο για ώρες αχαλίνωτου παιχνιδιού, ωσότου σκοτεινιάσει. Προσδοκία ελευθερίας, που τρέχαμε να τη συναντήσουμε στη φύση, μακριά από σπίτια αφιλόξενα και υγρά δωμάτια. Ο λόφος έκρυβε πολλά μυστικά, μερικοί έλεγαν ψιθυριστά τρομακτικές ιστορίες για φίδια και φαρμακερά χόρτα, προσφερόταν για περιπέτειες, ένα πεδίο μάχης σε μια προεφηβική έκρηξη ενέργειας αγοριών και κοριτσιών που αναζητούσαμε δράση. Σε ένα περιβάλλον στερημένο από διανοητικές, πολιτιστικές και καλλιτεχνικές προκλήσεις, με το σχολείο περιορισμένο στα στοιχειώδη, τρεφόμασταν ασυγκράτητα από την ουτοπία και τη φαντασίωση του παιχνιδιού. Ευγνωμονώ τη μητέρα μου που δεν επιτήρησε και δεν επέκρινε ποτέ αυτή την απόλαυση, κι αντίθετα με καθησύχαζε πως θα προλάβω να κάνω τα μαθήματα μετά το παιχνίδι. Αλλά η βιβλιοθήκη άρχισε γρήγορα να εκτοπίζει τον λόφο, να τον απομακρύνει από το κέντρο του ενδιαφέροντός μου.

Στο ύψωμα ο προσφυγικός συνοικισμός με τις παράγκες του Ασύρματου, που ακουγόταν σαν βρισιά και απειλή, μια τοξική διάκριση που διαπερνούσε τον μαθητικό πληθυσμό. Σε κοντινή απόσταση το θέατρο της Δόρας Στράτου υπαινισσόταν τον παραδοσιακό κόσμο, που ερχόταν με τραγούδια και χορούς από την αγροτική ύπαιθρο, παλιομοδίτικος στον ήχο του κλαρίνου. Αόρατο αλλά σταθερό, από την άλλη μεριά του λόφου, το Ηρώδειο, και η Ακρόπολη ψηλά από πάνω του, με μια απροσδιόριστη ακτινοβόλα λάμψη. Ένα σύστημα δόξας και κοσμικής επισημότητας. Και τα σύνορα της γειτονιάς, από τη μια το Κουκάκι κι από την άλλη το Θησείο, περίβλεπτα και απαγορευμένα να τα διαβείς, σε αντιπαλότητα κοινωνική και πολιτική.

Τα πρωινά η καθημερινή διαδρομή σε χωμάτινους δρόμους από το σπίτι στο σχολείο: Απολλωνίου, Αιολέων, Τρώων, Δημοφώντος. Στην απογευματινή μου γεωγραφία, που περιλάμβανε χαρτοπωλείο, μπακάλικο, ΕΒΓΑ, κινηματογράφο Ζέφυρο και παιχνίδι στον λόφο, είχε προστεθεί τώρα η βιβλιοθήκη. Ως τη μέρα που πέρασα το κατώφλι της είχα στο μαξιλάρι μου τον «Μικρό ήρωα», «Κλασικά εικονογραφημένα», «Μίκυ Μάους» και λίγα εξωσχολικά βιβλία, δώρα γενεθλίων. Τώρα, όταν σκοτείνιαζε, διάβαζα τα μαθήματα συνήθως στην κουζίνα, που ήταν πιο ζεστά, ανάμεσα σε σκόρπιες κουβέντες με τη μανούλα που μαγείρευε στην γκαζιέρα, ειδήσεις από το ραδιόφωνο, τα σχόλια του πατέρα πού και πού καθώς διάβαζε την «Αυγή» και τον απόηχο από το γραμμόφωνο του γείτονα που έπαιζε λαϊκά. Αλλά όταν έκλεινα τα τετράδια, προτιμούσα το κρύο δωμάτιο, όπου κάτω από τα σκεπάσματα και μέσα στην απόλυτη ησυχία με απορροφούσε το βιβλίο που είχα δανειστεί από τη βιβλιοθήκη. Μια βιβλιοθήκη που, όπως έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, είχε ιδρύσει η Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (USIA), μικρό ιδιόμορφο πολιτιστικό υβρίδιο, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ και της πολιτιστικής διπλωματίας της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Έμεινε αδιευκρίνιστο αν ο συμπαθής βιβλιοθηκάριος ήταν κατάσκοπος ή πράκτορας που αποσπούσε πληροφορίες από αθώα κοριτσάκια. Αλλά ακόμη κι έτσι κι όσες άλλες βιβλιοθήκες κι αν αγάπησα, αυτή παρέμεινε για μένα η βιβλιοθήκη της ζωής μου.

See more at: https://www.efsyn.gr/nisides/274381_h-bibliothiki-tis-kardias-moy

Προβεβλημένη εικόνα: Reading του Gustave Louis Jaulmes (Switzerland 1873-1959 France)

Οι χρόνοι της πόλης

Ένας περίπατος μια νύχτα της καραντίνας στην πόλη της Σπάρτης.

Γράφει ο ανθόκοσμος (*)

Περπατώ στην μικρή επαρχιακή μου πόλη, μια νύχτα της «καραντίνας».

Είναι σκοτεινά, ήσυχα, με λίγο φως, άδειοι δρόμοι, αρκετή ησυχία… (ακούω τα βήματα μου στην άσφαλτο).

Εδώ κι εκεί κάποια λακκούβα, τα πεζοδρόμια όπως πάντα ένα κολλάζ με ανεβοκατεβάσματα, λίγα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, υγρασία, που και που μια γάτα ή η μυρωδιά από κάποιο τζάκι. 

Θα μπορούσα να περπατώ στην ίδια πόλη, μια νύχτα σαν κι αυτή,  πριν περίπου εκατό χρόνια. 

Θα είχε σίγουρα λιγότερο φως.

Οι δρόμοι θα ήταν μάλλον χωρίς άσφαλτο, τα παπούτσια μου θα ήταν γεμάτα λάσπη ή σκόνες. 

Σίγουρα θα είχα να αποφύγω περισσότερες λακκούβες. 

Πεζοδρόμια, δηλαδή οριοθετήσεις μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου για την ασφάλεια των πεζών, μάλλον δεν θα υπήρχαν παντού ή πουθενά. 

Η ατμόσφαιρα θα μύριζε περισσότερες ξυλόσομπες, ωστόσο η ησυχία θα ήταν παρόμοια. 

Η πόλη μου, πριν αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μητροπολιτικής πόλης, έμοιαζε περισσότερο με χωριό. 

Θα ήμουν σίγουρα ένα άλλο υποκείμενο. 

Θα ζούσα στην κοινωνία της πειθαρχίας, όπως λέει και ο Χαν[1].

Θα έδειχνα αναγκαστικά περισσότερο σεβασμό στους μεγαλύτερους, την οικογένεια και γενικά στις αυθεντίες. 

*

Καθώς περπατώ θυμήθηκα ένα βράδυ που γύριζα στο σπίτι που μεγάλωσα, μετά από πολλά χρόνια.

Δεν ήταν μόνο ότι μέναμε κάπου στην άκρη της πόλης, ότι ήταν αργά και δεν είχε πολύ θόρυβο.

Υπήρχε κάτι παρόμοιο. 

Εκείνο το συναίσθημα του «ανήκω και δεν ανήκω πια εδώ». 

Η οικία ήταν εδώ και όμως όλα ήταν ανοίκεια.

Δεν ξέρω αν ήμουνα πια κάποια άλλη, λάθος σώμα σε λάθος μέρος, ένα σώμα που υπάρχει απλά παρατηρώντας τα πράγματα κάπως από μακριά. Σίγουρα ήμουν ένα άλλο υποκείμενο. Πιο κοντά σε αυτό που ο Χαν[1] περιγράφει για το υποκείμενο της παγκοσμιοποιημένης κοινότητας, της κοινωνίας της «κόπωσης», της αυτοεκμετάλλευσης, της «θετικοποίησης», των like, των «θέλω», «των εκτός ορίων» και των «μπορώ». 

*

Καθώς διασχίζω τη σκοτεινή πόλη σκέφτομαι πως θα μπορούσα να περπατώ στον πλανήτη όπου το κίνημα ενάντια στην κλιματική αλλαγή επιτέλους πέτυχε. 

Οι πολίτες έκαναν γερή αυτοκριτική,  έσβησαν τα  φώτα, μείωσαν τις μετακινήσεις με τα ΙΧ, γύρισαν πλάτη στην κατανάλωση, πέτυχαν ένα βασικό εισόδημα κι έχουν αρχίσει να μποϋκοτάρουν τις πολυεθνικές και να μετατρέπουν δρόμους σε πεζόδρομους, να σχεδιάζουν δεντροφυτεύσεις, να ασχολούνται με ότι πραγματικά τους αρέσει κ.τ.λ. 

Όσες  από τις “αόρατες πόλεις” του Ίταλο Καλβίνο και να διαβάσω, ό,τι και να μου θυμίζει πια η πόλη μου, οι ιστορίες των πόλεων και οι κρίσεις τους έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. 

Οι καπιταλιστικές κρίσεις έχουν ρίζες στην πόλη, λέει ο Χάρβεϋ[2]. 

Κάποτε τα τείχη της πόλης ήταν τα όρια του κόσμου[3]. Έξω από τα τείχη ζούσαν οι ανένταχτοι, οι δούλοι, οι άνθρωποι των αγρών. Και στα όρια της πόλης γινόντουσαν οι ανταλλαγές, οι διακινήσεις, γεννιόντουσαν οι επιθυμίες για παραβάσεις και «διαβάσεις». 

Οι γενναίες πόλεις βέβαια δεν είχαν τείχη. 

Η τύχη και τα όρια, στην περίπτωση της μικρής επαρχιακής μου πόλης, βρισκόταν στη δύναμη των αντρών μιας κατά τα άλλα καλά οργανωμένης μητριαρχίας.

Τώρα οι παγκοσμιοποιημένες  πόλεις και οι «ανοικτές» χώρες μας, ξαφνικά οριοθετήθηκαν. 

Οι πολίτες «μπήκαν μέσα» για να προφυλαχτούν. 

Αν και πάντα υπήρχαν τα τείχη της εξουσίας, τα τείχη της εποχής μας είναι πιο εξελιγμένα. Είναι αόρατα, μολυσματικά και κυβερνοηλεκτρονικά. 

Άραγε τώρα έξω από τα «τείχη» των ψηφιακών μολυσμένων πόλεων ποιοι μένουν; 

Και θα συνεχίζουν να κάνουν ότι έκαναν πάντα;

Περπατώντας σκέφτομαι πως η αγωνία μας, μαζί με τον ιό και το θάνατο, μάλλον δεν είναι άλλη, από το να μην μείνουμε έξω από τα τείχη της πόλης… τα καλώδια της…

(*) Ο ανθόκοσμος, συχνά ονομάζεται και Ανθή Κοσμά. Ασχολείται με καλλιέργειες σχεδίων, κειμένων  και -καμιά φορά-, με αρχιτεκτονικές φόρμες.

Σημειώσεις

[1] Han, Byung-Chul. Η κοινωνία της κόπωσης. Όπερα, 2015.

[2] Harvey, David. Εξεγερμένες πόλεις: από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης. ΚΨΜ, 2013. Harvey, David. Rebel cities: From the right to the city to the urban revolution. Verso books, 2012.

[3] Trías, Eugenio. Los límites del mundo. 2000.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Πολιτιστική  ΑναζήτησηΤεύχος 93 / Φθινόπωρο 2020, σελ.14-15.

Συζητώντας με τον αρχιτέκτονα Νίκο Καζέρο για την πόλη

Νίκο χαίρομαι που βρίσκεσαι εδώ μαζί μου στις φιλόξενες γραμμές της Πολιτιστικής Αναζήτησης, ώστε να περπατήσουμε παρέα στις λεωφόρους της ελληνικής πόλης κι ίσως να καταφέρουμε να αντικρύσουμε κάποιες απότομες στροφές της.

Βίκυ και εγώ χαίρομαι που ξανασυζητάμε για την πόλη μέσα από τις σελίδες του περιοδικού. Σε ευχαριστώ για την πρόσκληση.

Ναι μεν η σχέση μας κρατάει από το μεταπτυχιακό μας στο ΕΜΠ (1998-2000), κι ύστερα τη συμμετοχή μας στο K O I N O athina (2014-2015), όμως η σχέση σου με την Αγροτική Τράπεζα αποτελεί κεντρικό στοιχείο της προσωπικής σου ιστορίας. Θα ήθελες ξεκινώντας να μας βοηθήσεις να αγγίξουμε τα δικά σου σχεσιακά νήματα μαζί της;

Η σχέση μου με την Αγροτική Τράπεζα διαμορφώθηκε λόγω του πατέρα μου Παναγιώτη Καζέρου ο οποίος εργαζόταν σ’ αυτήν. Αρχικά είχε να κάνει με τις συχνές μεταθέσεις του στην  επαρχία, στη δυτική Πελοπόννησο. Στις μετακινήσεις μας από κωμόπολη σε κωμόπολη είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω διαφορετικά τοπία της υπαίθρου, διαφορετικά αγροτικά τοπία. Αργότερα, τον ακολούθησα σε κάποια καλοκαιρινά επαγγελματικά ταξίδια του σε νησιά, όπως η Άνδρος, η Μύκονος, η Κως, η Λέρος, η Τήνος, η Λευκάδα, όταν εργάστηκε στην Διεύθυνση Επιθεώρησης. Το 1988 –μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου–, διοργανώσαμε με άλλους αρχιτέκτονες την έκθεση «Ισπανική αρχιτεκτονική 1950-1980» στο Πνευματικό Κέντρο του Δ. Αθηναίων στην οδό Πειραιώς και η Αγροτική Τράπεζα ήταν ένας από τους χορηγούς. Η «κατάρρευση» και  απορρόφησή της  Αγροτικής Τράπεζας από έναν άλλο τραπεζικό οργανισμό, όσο και λογικό να φαίνεται με οικονομικούς όρους, έχει αφήσει στο μυαλό μου πολλά αναπάντητα ερωτήματα.

Σε όλους μας Νίκο… Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού μας, προκηρύχτηκαν ταυτόχρονα από την Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας (ΕΑΧΑ  ΑΕ) Αρχιτεκτονικοί Ευρωπαϊκοί Διαγωνισμοί για τις 4 κεντρικές πλατείες της Αθήνας: Σύνταγμα, Ομόνοια, Μοναστηράκι, Κουμουνδούρου. Θα ήθελα τα σχόλια σου πάνω σ΄ αυτήν την κομβική στιγμή για την πόλη.

Ήταν το 1998, λίγα  χρόνια πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004. Η πόλη προετοιμαζόταν γι’  αυτό το παγκόσμιο γεγονός. Το κέντρο της και κατά συνέπεια σημαντικές πλατείες αποτέλεσαν τόπους ανασχεδιασμού με την λογική ότι θα επιδράσουν στην αναζωογόνηση του κέντρου της Αθήνας και θα διαμόρφωναν μια ελκυστικότερη εικόνα της. Άλλωστε οι δημόσιοι χώροι είναι κρίσιμοι συντελεστές διαμόρφωσης του αστικού περιβάλλοντος. Το ελληνικό κράτος τότε προχώρησε, με φορέα την ΕΑΧΑ ΑΕ, στην προκήρυξη Ευρωπαϊκών Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών. Η διεξαγωγή τους έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχουν πολλές αρχιτεκτονικές ομάδες με ενδιαφέρουσες προτάσεις.

Ήταν μεγάλη χαρά η βράβευσή της ομάδας σας με το πρώτο βραβείο για την πλατεία στο Μοναστηράκι. Η πρώτη μου ερώτηση αφορά στο γιατί η ομάδα σας επέλεξε να συμμετάσχει  στον διαγωνισμό για το Μοναστηράκι και όχι παραδείγματος χάρη στο διαγωνισμό της Ομόνοιας.

Την περίοδο εκείνη, στην  περιοχή του κέντρου, ζούσαν καθημερινά ορισμένα μέλη της μετέπειτα ομάδας του διαγωνισμού, γνώριζαν και παρακολουθούσαν τις αλλαγές του  και ιδιαίτερα των περιοχών του Μοναστηρακίου και του Ψυρρή.  Η τελευταία παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον μιας και βρισκόταν σε μετασχηματισμό –νομοθετήθηκε το 1998 με ΠΔ η αλλαγή του χαρακτήρα της–, από βιοτεχνική  σε αναψυχής, διασκεδαστούπολη. Είχαν πραγματοποιηθεί και σχετικές αρχιτεκτονικές δράσεις της ομάδας Αστικό Κενό της οποίας ήμουν μέλος. Η συμμετοχή στο διαγωνισμό για την πλατεία  Μοναστηρακίου αποφασίστηκε σε αυτό το πλαίσιο. Δινόταν η ευκαιρία να απαντήσουμε σε διάφορα ζητήματα που αφορούσαν το κέντρο της πόλης. Φυσικά νιώσαμε μεγάλη χαρά όταν μας ανακοινώθηκε ότι διακριθήκαμε με το 1ο βραβείο.

Οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουμε πολύ καλά τον πολυετή αγώνα που δώσατε ώστε να ολοκληρωθεί η πλατεία του Μοναστηρακίου πάνω στον βραβευμένο σχεδιασμό. Θα μπορούσες εδώ με συνοπτικό τρόπο να μας σκιαγραφήσεις το δαιδαλώδες μονοπάτι που άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά σας μετά τη χαρά της επιτυχίας; Πώς καταφέρατε να μην σας καταπιεί;

Βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν η συνεργασία μεταξύ των διαφόρων φορέων που εμπλέκονταν. Η ομάδα μας προσπαθούσε πολλές φορές να αποκαταστήσει μια στοιχειώδη επικοινωνία μεταξύ τους. Επίσης είχε να αντιμετωπίσει λογικές «ιδιοκτησίας» , δηλαδή σε τίνος φορέα δικαιοδοσία ανήκει η πλατεία. Καταβάλαμε συνεχώς προσπάθεια να γεφυρώσουμε  τις διαφορές. Η ΕΑΧΑ ΑΕ υπήρξε σε αυτό το ζήτημα βοηθητική, όπως και προς μεγάλη έκπληξη ορισμένα μέλη του ΚΑΣ για την επανεκκίνηση της διαδικασίας μελέτης –η  μελέτη είχε σταματήσει για μεγάλο χρονικό  διάστημα όταν το ΚΑΣ είχε ζητήσει αλλαγές που αλλοίωναν το πνεύμα της μελέτης–.  Ωστόσο, το έργο υλοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με την μελέτη μας. Πρέπει να είναι η μοναδική περίπτωση από τις τέσσερεις κεντρικές πλατείες της Αθήνας που ανέφερες.

Πώς δουλέψατε τότε  για την πλατεία;

Θα πρέπει να διακρίνουμε την φάση της μελέτης και εκείνης της υλοποίησης. Η πενταμελής αρχιτεκτονική ομάδα μαζί με τους συνεργάτες της ξεκίνησε με πολύ ενθουσιασμό. Εδώ θέλω να υπενθυμίσω ότι χρειάστηκαν 10 χρόνια για να υλοποιηθεί το έργο (1998-2008). Απαιτήθηκε πολύς κόπος και χρόνος μέχρι την οριστική παράδοση της πλατείας και των υπόγειων διαμορφώσεων (αρχαιολογικός χώρος Ηριδανού) στους κατοίκους και επισκέπτες της Αθήνας. Τα πράγματα δεν κυλούσαν πάντα ήρεμα, ακόμα  και η συνοχή της ομάδας  διακυβεύτηκε. 

Πώς βιώσατε την πραγμάτωση;

Ήταν μια πολύ έντονη και μακρόχρονη εμπειρία. Συνήθως την χαρακτηρίζω ως την επιτομή της νεοελληνικής πραγματικότητας στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής πρακτικής. Η ολοκλήρωση του έργου ήταν σημαντική για δύο λόγους: πρώτον το αποτέλεσμα είναι πολύ κοντά στις προθέσεις μας για το δημόσιο χώρο και  δεύτερον γιατί αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς στην καθημερινότητα της πόλης .

Για ποιους λόγους  πιστεύεις ότι το εγχείρημα Μοναστηράκι πέτυχε;

Νομίζω ότι είχε μια πολύ ισχυρή ιδέα, η πλατεία ως κενός χώρος, που αποδόθηκε μέσω του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού  και έγινε αντιληπτή από τους κατοίκους.  Η πλατεία Μοναστηρακίου είναι κυρίως ένα πέρασμα και αυτό καθόρισε την αρχιτεκτονική μας λύση. Επίσης αναδείξαμε την διαχρονικότητά της και ως τόπου συνάντησης. Το υπόγειο μετρό που προστέθηκε την μετέτρεπε σε σύγχρονο κομβικό σημείο ροής κατοίκων και επισκεπτών.

Πρέπει ακόμα να λάβουμε υπόψη μας την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής, την διαχρονική εμπορική δραστηριότητα –τόπος ανταλλαγής– και το ότι γειτνιάζει με την κύρια τουριστική ζώνη της πόλης, είναι η «πλατεία – πύλη» προς την Πλάκα και τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης.

Βάζοντας στη ζυγαριά την εμπειρία σου από την γραφειοκρατική διαδρομή που μας ανέπτυξες πιο πάνω, τι πιστεύεις ότι στράβωσε στην περίπτωση της πλατείας στην Ομόνοια, με αποτέλεσμα η πλατεία να μην γίνει ποτέ αποδεκτή;

Η βραβευμένη πρόταση  της Ομόνοιας, παρουσίασε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τον δημόσιο χώρο. Όμως ανέκυψαν σημαντικά ζητήματα στην υλοποίησή της, όπως η ανύψωση της στάθμη της πλατείας λόγω των έργων του μετρό, γεγονός που την μετέτρεψε ξαφνικά και χωρίς της ευθύνη των μελετητών, σε οπτικό «φράγμα» στον άξονα Γ’ Σεπτεμβρίου-Αθηνάς. Σημαντικό επίσης στοιχείο ενός δημόσιου χώρου είναι ποιός τον χρησιμοποιεί και πώς. Η περιοχή της Ομόνοιας παρέλαβε τα τελευταία χρόνια πολλές μεταναστευτικές ροές, διαφοροποιήθηκε η κοινωνική της συγκρότηση χωρίς αποτελεσματικές προσπάθειες ξεπεράσματος από το κράτος. Επίσης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τα φαινόμενα της εγκατάλειψης και οικονομικού μαρασμού του κέντρου της πόλης.

Πώς ερμηνεύεις τη σημερινή στάση της δημοτικής αρχής πάνω στο σώμα της πόλης;

Δεν παράγεται δημόσιος χώρος με το να δημιουργείς εργολαβίες. Οι εργολαβίες είναι καλές για τους  εργολάβους γιατί έχουν δουλειά, όπως οι δωρεές για τους δωρητές γιατί θριαμβεύουν στα  δημόσια πράγματα. Όταν ο  δημόσιος χώρος «εργαλειοποιείται»  για να υποστηρίξει απλά άλλες βλέψεις και όχι την πόλη, τότε αυτός ο χειρισμός του αντανακλάται στην ποιότητα του χώρου της.  Θα έλεγα ότι η τωρινή δημοτική αρχή υλοποιεί αρκετές αδικαιολόγητες παρεμβάσεις  στην πόλη. 

Η πλατεία της Ομόνοιας είναι βέβαιο πως δεν μπορεί να συμπιεστεί στην εικονική αναπαράσταση ενός σιντριβανιού. Πώς μπορούμε να το επικοινωνήσουμε στο σημερινό κοινό που βάλλεται με αντικρουόμενες απόψεις ένθεν και ένθεν;

Σήμερα οι κάτοικοι και οι επισκέπτες μιας πόλης αντιμετωπίζουν συνήθως το δημόσιο χώρο της ως εικόνα ή ένα φόντο για selfie.  Κάτι δηλαδή στιγμιαίο αλλά και τραγικό ταυτόχρονα γιατί  είναι μια κυρίαρχη συνθήκη που εντέλει σε αποκόπτει από τον δημόσιο χώρο. Χάνεται ακόμα ο χρόνος του, απουσιάζει το τι ήταν, πως μετασχηματίστηκε. Είναι λοιπόν δύσκολο να μετατοπίσεις κάποιον από αυτή την γενική κατάσταση, να τον τραβήξεις έξω. Μπορεί όμως να συμβεί; Ναι, ασκώντας κριτική με αρχιτεκτονικούς όρους, φανερώνοντας τον κρυμμένο χρόνο της πλατείας και ζητώντας τον επανασχεδιασμό της με ουσιαστικότερο νοηματικό περιεχόμενο.

Γιατί η πόλη απαιτεί ένα σύνθετο σχεδιαστικό βλέμμα, έτσι που εγχειρήματα όπως ο Μεγάλος Περίπατος να διχάζουν, να αναζωπυρώνουν πολεμικές και να αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση για το δημόσιο χώρο;

Πρόκειται για σημαντικές παρεμβάσεις στο κέντρο της πόλης. Χρειάζεται  δημόσια συζήτηση, ανοιχτότητα, συνεργασία  αλλά και συντονισμό πριν την όποια απόφαση.  Επίσης σοβαρά επιχειρήματα για την αναγκαιότητα του Μεγάλου Περιπάτου και όχι ευφυολογήματα που μας αποπροσανατολίζουν.  Έχω την εντύπωση ότι τα πράγματα εδώ γίνονται  ανάποδα: πρώτα αποφασίζεται το έργο και στη συνέχεια επινοείται η επιχειρηματολογία υποστήριξής  του και η επικοινωνιακή διαχείρισή του. Με ποιο σκεπτικό αποφασίστηκε το έργο; Ποιος ο ρόλος των συγκοινωνιολόγων;  Σε τι βαθμό στηρίχθηκε το πιλοτικό έργο σε προηγούμενες πολύχρονες μελέτες;  Έχει ο Δήμος  της Αθήνας την τεχνογνωσία διαμόρφωσης δημόσιων χώρων; Μπορεί πλέον να του ανήκει το αρχείο των δημόσιων έργων που υλοποίησε η  ΕΑΧΑ ΑΕ, αλλά αυτό αρκεί;  Έχει την δυνατότητα  δηλαδή να αρθρώσει ένα σοβαρό οραματικό λόγο για τον δημόσιο χώρο και να συμβάλει έτσι στην αναγκαία συζήτηση για την πόλη μας; Όλα αυτά  τα ερωτήματα καταδεικνύουν το έλλειμμα ή αν θέλεις την αποφυγή μια συνολικής προσέγγισης για τον δημόσιο χώρο. Αλλά αυτό το ζήτημα δεν είναι σημερινό, μας κατατρέχει αρκετές δεκαετίες και οι απαντήσεις μας είναι αποσπασματικές έως τώρα.

Νίκο σε ευχαριστούμε πολύ για  τον πυκνό νοηματικό περίπατο στον οποίο μας συνόδευσες. Κάπως σαν να μας έκανες για λίγο συμμέτοχους στην αποκρυπτογράφηση ιδιαίτερων στιγμών της πόλης.

Βασιλική-Βίκυ Παναγιωτοπούλου

Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τον ζαλισμένο Αύγουστο του 2020 και δημοσιεύτηκε στην Πολιτιστική  ΑναζήτησηΤεύχος 93 / Φθινόπωρο 2020, σελ. 11-13.

Η πόλη στον αστερισμό της υγείας

Όταν καλείσαι να στήσεις ένα κείμενο αναφορικά με την πόλη ενόσω ζεις πια στον καιρό της Covid-19, οδηγείσαι  να κοιτάξεις στις απαρχές του σχεδιασμού των πόλεων μας. Ποιες θεωρήθηκαν οι καταστατικές συνθήκες συγκρότησής  και σχεδιασμού τους, ποιες οι ρηξικέλευθες ή όχι πολιτικές που ακολουθήθηκαν και κατά πόσο τηρήθηκαν; Τι έφτασε στην Ελλάδα, μέσα  από τις μεγάλες πολεοδομικές ανακατατάξεις των ευρωπαϊκών πόλεων στον τότε αστερισμό της βιομηχανικής επανάστασης, οπότε και μορφοποιήθηκαν ως σχηματισμοί όπως τους γνωρίζουμε σήμερα. Πώς εφαρμόστηκαν οι αρχές σχεδιασμού;

measom george Manchester 1860

Measom George, Manchester 1860

Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η  «πόλη» συγκρινόμενη με οποιαδήποτε άλλη κοινότητα στο πέρασμα του χρόνου, συγκράτησε ανθρώπους και θεσμούς, και ταυτόχρονα κατάφερε  να μεταδώσει μέσα από το  «σώμα» της, το μεγαλύτερο μέρος της ζωντανής τους παρουσίας, απέναντι σ’ ότι μπορούσε να μεταδοθεί με το λόγο. Κατά τον Mumford, η πόλη είναι εκείνος ο μοναδικός τόπος που λαμβάνουν χώρα, σε μια αποτελεσματική κλίμακα και με επαρκή συνέχεια, εκείνες «οι αλληλεπιδράσεις και οι συναλλαγές» των κοινωνικών παραγόντων που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη τόσο ενός πολιτισμού όσο και ενός ατόμου[1].

Μπορεί οι σύγχρονες πόλεις μας να πατάνε ως σχηματισμοί πάνω στους αρχικούς και αρχαίους αρκετές φορές σχεδιασμούς των πόλεων – ακροπόλεων, αν κοιτάξουμε π.χ. στις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας, ή στις πόλεις μέσα στα μεσαιωνικά κάστρα όσον αφορά στις  ευρωπαϊκές  πόλεις. Μπορεί να γνωρίζουμε πως ο αρχαίος Έλληνας Ιππόδαμος ο Μιλήσιος[2], υπήρξε ο «πατέρας της πολεοδομίας», ο οποίος στην ακμή της κλασσικής εποχής εκπόνησε σχέδια πόλεων των ελληνικών αποικιών με τάξη και λογική ενσωμάτωση της κοινωνικής στρωματογραφίας, στην ανάπτυξη  τους,  σε αντίθεση με τον ακαθόριστο  τρόπο με τον οποίο εξελίσσονταν οι πόλεις μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Γνωρίζουμε όμως πώς συγκροτήθηκαν, κατά την σύγχρονη ανάπτυξη του νέου Ελληνικού κράτους, οι πόλεις  τις οποίες κατοικούμε; Ποιες αρχές, ντιρεκτίβες, πρότυπα ακολούθησαν πολιτεία και ειδικοί, κατά τον σχεδιασμό ή τις επεκτάσεις τους;  Πώς και γιατί εμείς ως πολίτες, κάτοικοι, επισκέπτες, ένοικοι αναπτύξαμε σχέσεις λατρείας και μίσους μαζί τους; Μήπως ορμώμενοι συναισθηματικά, παθιαζόμαστε άδικα, συγκρίνοντας πολλές φορές μήλα με βότσαλα; Ή άλλοτε πάλι αγνοώντας  ορθολογικά κριτήρια και κοινωνικές επιταγές, παρακάμπτουμε, έναντι ασύμμετρων ρεμβασμών, τη δύσκολη και κρίσιμη στιγμή των ριζικών αποφάσεων χάραξης πολεοδομικών στρατηγικών και σύνθεσης των απαιτούμενων δικλείδων ασφαλείας;

Θεσσαλονίκη_Fire_1917_Map

Θεσσαλονίκη_Fire_1917_Map

Μήπως κάποια στιγμή αξίζει να τοποθετηθούμε συμμετοχικά απέναντι σε ορισμένες επιλογές, έτσι απλά γιατί είμαστε σκεπτόμενα πλάσματα, και κάπου κάπως μάλλον αξίζει να αντιληφθούμε ότι φέρουμε ρε αδερφέ καταστατικά και μια τζούρα ευθύνης; Κάτι σαν το συγκαιρινό: Να συνεχίσουμε να μένουμε έγκλειστοι στο σπίτι ή να επιχειρήσουμε την έξοδο; Η συνέχεια θα μας δείξει ποια από τις δυο επιλογές ή ποιος συνδυασμός και σε ποία ποσόστωση θα είναι η ενδεδειγμένη με τη μέθοδο: δοκιμή  και διορθώσεις, εφαρμογή  και βελτιώσεις, πειραματισμός και καινοτομία. Και φυσικά το πού θέτουμε κάθε φορά το όριο μεταξύ πολιτικής, συλλογικής και ατομικής ευθύνης, έχοντας πάντοτε επίγνωση ότι το τίμημα αφορά στην ίδια την ανθρώπινη  ζωή. «Αυτό το οποίο γεννιέται, στο πλαίσιο του κοινωνικού γίγνεσθαι είναι καινούργιο, πρέπει  πρώτα να αναπτυχθεί  για να το συνηθίσουμε, γι’ αυτό και δεν έχουμε ένα συγκροτημένο εννοιολογικό οπλοστάσιο για να το κατανοήσουμε»[3].

Ο Φρίντριχ  Ένγκελς στο βιβλίο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία»,  μέσα από βιωματική παρατήρηση και στοιχεία που είχε συλλέξει από το Μάντσεστερ, όπου έζησε μεταξύ 1842-1844, καταγράφει τα προβλήματα υγείας  με τα οποία είχε επιβαρυνθεί η ζωή του εργατικού δυναμικού από την καταπόνηση  κατά την βιομηχανική μετάβαση της πόλης.  Άθλιες συνθήκες εργασίας, στοιβαγμένη διαβίωση σε ανήλιες τρώγλες με ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, ύδρευσης και αποχέτευσης και με τη θνητότητα του πληθυσμού από τις προελαύνουσες επιδημίες, να αποτυπώνεται τετραπλάσια συγκρινόμενη με τον εθνικό μέσο όρο. Η καταγραφή αυτή, αποτέλεσε  πηγή έμπνευσης πάνω σε ζητήματα σχεδιασμού πόλης στο τέλος του 19ου και τις απαρχές του 20ου αιώνα.

Μάντσεστερ_1844

Μάντσεστερ_1844

Έτσι λοιπόν, καθώς ξεκινάμε  για τα καλά τον 20ο αιώνα, στο βαθύτερο νόημα της αρχιτεκτονικής του Μοντέρνου Κινήματος,  ενσωματώνονται βασικές ιδέες αρχιτεκτόνων όπως ο Gropius ή εμπειρίες όπως η σχολή του Bauhaus, οπότε και σχηματοποιείται μια νέα μεθοδολογία αντίληψης και σχεδιασμού της πόλης. Στις απαρχές της, η ορθολογικά δομημένη πόλη οργανώνεται  με τρόπο που  προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στον ρόλο της ως θεμελιώδους κοινωνικού παράγοντα. Κι εδώ καλούμαστε  να συναντηθούμε με την προηγούμενη διερώτηση μας, να μείνουμε εντός ή να εξέλθουμε;

Είναι τότε όμως, στην κρίσιμη  στιγμή για την παγκόσμια πόλη, οπότε περιθωριοποιήθηκαν  σημαντικές απόψεις σχετικά με  την απαίτηση  συνεχούς καινοτομίας, η οποία θα έπρεπε να συνομιλεί με τις πιο πειραματικές και πρωτοποριακές προτάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τα πολεοδομικά κριτήρια  και  οι μεθοδολογικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις που ακολουθήθηκαν να οδηγήσουν σε μιαν «εξημερωμένη εκδοχή»[4]. Απαλείφθηκαν δηλαδή οι παραπάνω τεθέντες όροι: δοκιμή και διορθώσεις, εφαρμογή  και βελτιώσεις, πειραματισμός και καινοτομία.

Αν επιστρέψουμε  στα καθ’ ημάς  και αναζητήσουμε  στον πολεοδομικό σχεδιασμό π.χ. της Αθήνας,  μιαν  αρχιτεκτονική  που να  αποσκοπεί στην κοινωνικά ορθολογική διαβίωση των πολλών, σε  μια πραγματικότητα η οποία θέλει να σηματοδοτήσει  την απαίτηση της κατοχύρωσης της υγείας  για όλους και την αποτύπωση της σε υγειονομικά ισότιμες συνθήκες διαβίωσης,  θα είχε ενδιαφέρον να σταθούμε  π.χ. στις  καταρρακωμένες πολυ-κατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας  ή  στο Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, τότε φυσικά που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν.

Η Αθήνα την παραμονή της Επανάστασης. Σχέδιο Ι.Τραυλού

Η Αθήνα την παραμονή της Επανάστασης. Σχέδιο Ι.Τραυλού

Στις Προσφυγικές πολυ-κατοικίες  της Λ. Αλεξάνδρας (1932-36, αρχιτέκτονας Κίμων Λάσκαρις  και  πολιτικός μηχανικός Δημήτριος Κυριακός), με βάση το πρότυπο της minimum κατοικίας, που ήταν για τις προσφυγικές κατοικίες τα 40 τ. μ., τα διαμερίσματα είναι διαμπερή, λύνοντας έτσι ικανοποιητικά το πρόβλημα ηλιασμού και αερισμού, με εγκαταστάσεις για ηλεκτρικό και νερό, ενώ για τη θέρμανση υπήρχαν σόμπες με καμινάδες που κατέληγαν στην ταράτσα, όπου και πλυσταριά  ανά τρία διαμερίσματα[5].

Οι προσφυγικές πολυ-κατοικίες της Λ. Αλεξάνδρας

Οι προσφυγικές πολυ-κατοικίες της Λ. Αλεξάνδρας

Στο Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια (1933, σχολείο του Λυκαβηττού το αποκαλεί ο αρχιτέκτονας του Δημήτρης Πικιώνης), πάνω από τον Αγ. Νικόλαο στην Ασκληπιού, οι τάξεις  διαμπερείς με νοτινό προσανατολισμό στο φως,  γκρουπάρονται  κλιμακωτά στο κεκλιμένο έδαφος ανά δύο, με δικό τους αύλιο χώρο, ώστε να ηλιάζονται  ισόνομα και ταυτόχρονα  τα παιδιά να παίζουν ανέμελα μεταξύ τους, στα διαλείμματα, αφού  θα βρίσκονται  σε κοντινές ηλικίες.  Οι απλοί και καθαροί όγκοι  ενσωματώνουν  στην ιδιοσυστασία  τους, ολάκερη την ευρωπαϊκή πρωτοπορία πάνω στην εκπαιδευτική διαδικασία που ανθίζει στον Μεσοπόλεμο.

Το δημοτικό σχολείο του Πικιώνη στα Πευκάκια

Το δημοτικό σχολείο του Πικιώνη στα Πευκάκια

Τα γυμνά παραλληλεπίπεδα κουτιά, οι στεγνοί λευκοί άσπροι  κύβοι απευθύνονταν στην απόλαυση του αγαθού της υγιεινής  της κατοίκησης, ισότιμα για όλους, χωρίς εντόπια αλλά και ξενόφερτα στολίδια ψευδαισθήσεων και κοινωνικής τακτοποίησης.

Κάτι μάλλον αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε για το σήμερα; Σαν να διεκδικούμε μάσκες για όλους ισότιμα.

Βασιλική-Βίκυ Παναγιωτοπούλου

Το κείμενο δουλεύτηκε τον «έγκλειστο» Απρίλη του 2020 και δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 92 Άνοιξη 2020,  Πολιτιστική  Αναζήτηση σελ, 6-8.

Σημειώσεις

[1] Mumford L.: The city in History, 1961, Επιλεγμένα μέρη, μτφ. Ε. Πορτάλιου, ΕΜΠ, Αθήνα 1999.

[2] Ο Ιππόδαμος σχεδίασε το 460 π.Χ. μετά από πρόσκληση του Περικλή,  το επίνειο του Πειραιά, πολεοδομική μελέτη  πρότυπο για τις πόλεις της κλασικής εποχής.

[3] Siebel W. Τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά και το μέλλον της ευρωπαϊκής πόλης, σελ.69, Αύριο οι Πόλεις, 2003 , Αθήνα, Πλέθρον.

[4] Montanar J.S., Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, σελ. 32, 2014, Αθήνα, Νεφέλη.

[5] Βασιλική Παναγιωτοπούλου, Χρονοτριβή και αντιφάσεις, Πολιτιστική Αναζήτηση, Τ.91, σελ. 10-11, Χειμώνας 2019-20

«Αναγνώσεις της ελληνικής πόλης» Κατάσταση Covid-19

Όταν κατέφθασε η πρόσκληση της Πολιτιστικής Αναζήτησης για την συγκρότηση κείμενου συμβολής στην συλλογική προσπάθεια, χάρηκα  μια και στις «προσωρινές» συνθήκες εγκλεισμού, θα είχα έναν ακόμη λόγο να μην εμφιλοχωρήσω αμαχητί στο βάλτωμα.

Κατσίκα-Πανεπιστημίου-1891© William-Lewis-Sachtlebens

Κατσίκα-Πανεπιστημίου-1891© William-Lewis-Sachtlebens

Τα συγκεχυμένα πράγματα που βόλταραν στο μυαλό μου, εμπλουτισμένα με μπόλικη κορωνο-σκόνη σχετικά με την κατάσταση, φάνταζαν ακατάληπτα. Το να τα βάλεις  σε τάξη, μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν και το ευκολότερο. Οπότε  σίγουρος δρόμος μου φάνηκε το ξεκίνημα από τις απαρχές, δηλαδή τις σταθερές που συναντάμε μέσα σε μια διαδρομή, τις οποίες ίσως να αξίζει να προσεγγίσει κανείς κατά την ανάπτυξή της. Και ποιες μπορεί να είναι αυτές; Πιθανά κάποια σημεία καμπής, ίσως πιο αναπαραστατικά οι «τριβές» της οπτικής τους.

Αφού λοιπόν η πόλη παίζει καθοριστικό ρόλο στη σκέψη και τους προβληματισμούς,  θέλησα να κινηθώ πάλι στο γνώριμο κι αγαπημένο  σύμπαν, μέσα στην ιδιότυπη κατάσταση που βιώνουμε, ως μια κατάσταση εξαίρεσης[1].

Η  εμπειρία με την ομάδα: Η πόλη ως «κέντημα»[2], εμπλουτίζει διαρκώς το τοπίο της αντίληψης μας για την ανάγνωση της πόλης, οπότε να ένα αφετηριακό  νήμα.

Ταυτόχρονα η συγκαιρινή εκκένωση των πόλεων, η απογύμνωσή τους από ανθρώπους και δραστηριότητες, η α-δυνατότητα μας να ξεδιπλώνουμε την καθημερινότητα μας στους λαβυρίνθους τους, η έλλειψη που βλέπουμε να αναδύεται στη σχέση μας μαζί τους, η ιδιότυπη περιπλάνηση μας στις ερημωμένες οδούς τους, που είναι αλήθεια πως ξεκινά ιδιόρρυθμα για κάποιους αμύητους, η αποχή ή η βίαιη διακοπή από τις περιπετειώδεις βόλτες για κάποιους άλλους φανατικούς λάτρεις, θέτουν πιεστικά ερωτήματα για τη σχέση μας μαζί τους.

ΑΘΗΝΑ_15-3-2020 © Νίκος Καζέρος

ΑΘΗΝΑ_15-3-2020 © Νίκος Καζέρος

Τι δεν αντιληφθήκαμε τόσο για εκείνες όσο και  για εμάς; Τι μας συνδέει μαζί τους; Μέσα από ποια κάτοπτρα μάθαμε να τις διαβάζουμε; Αν εμπλουτίσουμε τα φίλτρα προσέγγισης  θα μπορέσουμε να ισορροπήσουμε και να τις αποδεχτούμε; Θα καταφέρουμε  να αντιληφθούμε τον πλούτο του καταπιστεύματος που έχουν τη δυνατότητα να μας αποκαλύψουν; Μήπως έτσι καταστεί  δυνατό το να αντλήσουμε χρήσιμα στοιχεία για εμάς, για την καταγωγή και την ταυτότητα μας;  Μήπως οι πόλεις μας, κρύβουν έναν αφηγηματικό πλούτο που προσιδιάζει στον πλούτο που η κάθε αυτοτελής και εξελισσόμενη ύπαρξη εμπεριέχει; Ποιες αναπαραστατικές δυναμικές ξεδιπλώνονται σήμερα, μέσα στην “κενότητα” τους και τη δική μας απειλούμενη σταθερότητα;

Μέσα από την παρούσα βίαιη αναστροφή μιας υπό όρους κανονικότητας,  από τη μια η ακινητοποίηση μας, και από την άλλη η ερήμωσή τους, ποιες συνειρμικές εκκεντρώσεις είναι δυνατόν να ενεργοποιήσουν;  Η ιστορία, η πολεοδομία, η υγεία, ως νευραλγικοί  παράμετροι, μήπως οφείλουν να καταστούν ανιχνεύσιμα ορατές και συνδυαστικά παραγωγικές;

«Είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι που ζουν σε μια πόλη, και μάλιστα μεγάλη σαν την Αθήνα, τη «χρησιμοποιούν» χωρίς να την γνωρίζουν. Ζουν σε αυτή σχεδόν τη μισή ζωή τους αλλά το μόνο πράγμα που γνωρίζουν καλά είναι τα … πεζοδρόμια της,  γιατί συνεχώς περπατάνε με το κεφάλι κάτω, λόγω βιασύνης αλλά και προβλημάτων! Λίγοι βολτάρουν έχοντας ψηλά το βλέμμα, παρατηρώντας την αρχιτεκτονική, τα κτίρια, τη ρυμοτομία, τη λειτουργία , τη μορφολογία της πόλης τους»[3].

Αναρωτιέμαι λοιπόν, αν μια σειρά εξερευνητικών κειμένων, – ένας εύληπτος οδηγός ιχνηλάτησης των πόλεων μας, σε αυτοτελείς συνέχειες – ας το πούμε «Αναγνώσεις της ελληνικής πόλης«-, θα μας βοηθούσε να ανασύρουμε την έννοια της ίδιας της Κοινωνίας όπως  ανιχνεύεται στο σώμα τους. Σώμα- κέλυφος, που δεν αποτελεί ξερά και ουδέτερα τον περιέκτη του κοινωνικού, αλλά εκφράζει χωρικά τους μετασχηματισμούς με τους οποίους οργανώνονται οι κάθε είδους κοινωνικές αναπαραστάσεις, και ταυτόχρονα αποτυπώνει στιγμές κλέους, κορύφωσης, ζωντάνιας, χάους, ερήμωσης τους, ως  συγκροτημένα χνάρια των δικών μας ιχνών ζωής.

«Με απλούστερα λόγια, σε κάθε σημείο, σε κάθε μορφή, σε κάθε στοιχείο, σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε εκδήλωση της πόλης, είτε αυτό είναι γενικό -η πόλη στο σύνολό της- είτε ειδικό, αναγνωρίζουμε ότι εμπεριέχεται το αντίστοιχο κοινωνικό περιεχόμενο»[4].

©Laszlo Moholy-Nagy 7 A. M. New Year s Morning. Berlin. 1930s

©Laszlo Moholy-Nagy 7 A. M. New Year s Morning. Berlin. 1930s

Βασιλική – Βίκυ Παναγιωτοπούλου
σε αναστολή περιπατήτρια, κεντήστρα πόλης

Το κείμενο δουλεύτηκε τον «έγκλειστο» Απρίλη του 2020 και δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 92 Άνοιξη 2020,  Πολιτιστική  Αναζήτηση σελ, 4-5,  εδώ έχει υποστεί μια μικρή επεξεργασία μέσα από το ψύχραιμο μάτι της απόστασης.

Σημειώσεις

[1] Να σταθούμε λίγο επιγραμματικά και απλοποιημένα στην κατάσταση εξαίρεσης. Η έννοια  αντλεί την καταγωγή της από την «exceptio» του ρωμαϊκού δικονομικού συστήματος. Ο  ιταλός φιλόσοφος  Τζόρτζιο  Αγκάμπεν την θεωρεί ταυτόσημη με την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Το επικίνδυνο επισυμβαίνει  όταν και με τη δική μας ανοχή, ο  τρόπος διακυβέρνησης, ο  οποίος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική πολιτική των κρατών, αρχίζει να μετατρέπεται σε «φυσιολογικό» τρόπο. Όταν η κατάσταση εξαίρεσης τείνει να γίνει ο κανόνας, οι θεσμοί και οι ισορροπίες των δημοκρατικών συνταγμάτων δεν μπορούν να λειτουργήσουν και το ίδιο το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό μοιάζει να καταλύεται, {Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο: Αγκάμπεν Τζ., Κατάσταση εξαίρεσης, Αθήνα, 2013, Πατάκης}.

[2] Συμμετοχική  περιπλάνηση, ΠΟ.Κ.Ε.ΑΤΕ.Π., Β’ Κύκλος 2019-2020

[3] Γιάννης Καζάκος, από την διαδικτυακή μας συζήτηση για την ανίχνευση της θεματολογίας.

[4] Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης, 2010,  Η «ΧΑΡΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ» και το ιστορικό της πλαίσιο (Α Μέρος), https://www.greekarchitects.gr/

Από την οδό Σκουφά στο παλιό Χημείο

Η πόλη ως κέντημα: Τέχνασμα ή ενδεχόμενο;

5η Στάση 23/2/2020 >>>> Κυριακή στις 11.30 π.μ.

Η Γωγώ Μούλου (*), μας παραπλανεί επιτελεστικά μέσα από τις «Χορείες Χώρων» του Ζορζ Πέρεκ.

Αστική τάξη και φοιτητικό κίνημα. Μία συναινετική γειτνίαση;

Ε δεν ήταν από πάντοτε έτσι.  Τα παλαιά Ανάκτορα (ανέγερση 1836 – 1847), τα οποία χωροθετήθηκαν κοντά στην περιοχή Κατσικάδικα (νυν Κολωνάκι), «ανάγκασαν» την «υψηλή» τάξη της εποχής, να εκδιώξει τους ντόπιους βοσκούς και την χαμηλής ποιότητας κατοίκηση -του ως επί το πλείστον υπηρετικού προσωπικού των Ανακτόρων που κατοικούσαν εκεί -, με τον γνωστό τρόπο της αγοράς των εκτάσεων. Έτσι «επέβαλε» να χωροθετήσει την δική της κατοίκηση στην περιοχή.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Μια πόλη: πέτρα, τσιμέντο, άσφαλτος. άγνωστοι, μνημεία , ιδρύματα.

Μεγαλουπόλεις. Πόλεις πλοκαμοειδείς. Αρτηρίες. Πλήθη. Μυρμηγκοφωλιές;

Τι είναι η καρδιά μια πόλης; Η ψυχή μιας πόλης…; Γιατί λέμε ότι αυτή η πόλη είναι όμορφη, ενώ η άλλη είναι άσχημη; Τι το ωραίο και τι το άσχημο υπάρχει σε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε μια πόλη; Πώς γνωρίζουμε την πόλη μας;

Ζορζ Πέρεκ, Χορείες Χώρων , σελ. 86

Χημείο

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Η υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης ανοίγει μεγάλο «μέτωπο» κινητοποιήσεων. Η μεγάλη ιστορία του «15% Προίκα στην Παιδεία και όχι στη Σοφία» (τότε παντρεύτηκε η σημερινή βασίλισσα της Ισπανίας τον Χουάν Κάρλος και προικοδοτήθηκε από το ελληνικό κράτος) γίνεται προμετωπίδα του φοιτητικού κινήματος το 1962. Οι φοιτητές της Φυσικομαθηματικής αντιδρούν στα μέτρα του υπουργείου Παιδείας (Γρ. Κασσιμάτης) για αύξηση των εισαγομένων φοιτητών χωρίς να λύσει κανένα πρόβλημα των σχολών στις 16 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς, αποφασίζεται αποχή και γίνεται κατάληψη στο Χημείο. Φοιτητές της Θεσσαλονίκης στις 20 Νοεμβρίου κάνουν συγκέντρωση έξω από το Χημείο που τελειώνει με επεισόδια, τραυματισμούς και κρατήσεις στο αστυνομικό τμήμα. Μία εβδομάδα μετά, νέα συγκέντρωση στο Χημείο και εκλογή επιτροπής αγώνα με επικεφαλής τον Γ. Αναγνωστάκη. Ο πρύτανης όμως κήρυξε τον χώρο ανοιχτό και τη συγκέντρωση παράνομη» («Πανσπουδαστική», φύλλο 42, Δεκέμβριος 1962). Εμφανίζεται τότε και ο νομάρχης, που έσπευσε να αποκαλέσει το ακροατήριο «ανάγωγο». Στις 26 Νοεμβρίου 1962 η γνωστοποίηση από τους φοιτητές της Οδοντιατρικής των προβλημάτων της σχολής τους, σε συνέντευξη Τύπου, στην οδό Χαλκοκονδύλη καταλήγει σε επίθεση της Αστυνομίας εναντίον φοιτητών. Στις 3 Δεκεμβρίου ο αγώνας μεταφέρεται στα Προπύλαια, ακούγεται για πρώτη φορά το σύνθημα «Προίκα στην Παιδεία» και «Μάθημα στο Μον Παρνές».

Φοιτητικό κίνημα: 51 χρόνια στους δρόμους

Σχετικά με το κτήριο του Παλαιού Χημείου Πανεπιστημίου Αθηνών στον σύνδεσμο: http://law.lib.uoa.gr/genikes-plirofories/istoriko/istoria-ktirioy-palaioy-chimeioy.html

Και μια σύνδεση με το Αυτοδιαχειριζόμενο Πάρκο Ναυαρίνου, γιατί μάλλον τίποτε δεν είναι τυχαίο.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Όλα από κάπου ξεκινάνε, τώρα αν κατευθύνονται και κάπου η ζωή τ@ καθεμιάς/ενός θα μας το αποδείξει ή όχι;

«Κοινωνικές διεκδικήσεις στο δημόσιο χώρο»

*οικονομολόγος, ηθοποιός

«Η μεγάλη πρόκληση. 90 χρόνια Φράγμα Μαραθώνα»

Η πόλη ως κέντημα: Τέχνασμα ή ενδεχόμενο;

4η Στάση 7/02/2020 >>>> Παρασκευή, στις 17:00 Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» (Πειραιώς 254, Ταύρος)

DSCN3087

Το Φράγμα του Μαραθώνα αναδείχθηκε, μέσα από την ομώνυμη έκθεση, υπό την σχεδιαστική επιμέλεια της Ερατώς Κουτσουδάκη, αρχιτέκτονα / μουσειολόγου, σε συνδυασμό με το πλούσιο υλικό του Ιστορικού Αρχείου της ΕΥΔΑΠ, ως ένα σημαντικό τεκμήριο της σύγχρονης ιστορίας, έργο πνοής που μας αφορά όλες/ους.

Στην έκθεση παρουσιάστηκαν με ενάργεια:  

  • το συγκείμενο της εποχής κατασκευής του έργου, 
  • ποιοι εργάστηκαν και υπό ποιες συνθήκες, 
  • τι σώζεται από την κατασκευή του φράγματος 90 χρόνια μετά, 
  • πόσο επηρέασε το εργοτάξιο στην οργάνωση των μετέπειτα τεχνικών έργων στη χώρα μας,
  • πώς το έργο μετατράπηκε σε εφαλτήριο μιας σειράς άλλων σπουδαίων έργων που άλλαξαν την Ελλάδα του Μεσοπολέμου και επέτρεψαν την πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη της Πρωτεύουσας.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Κατά την περιπλάνησή μας στην έκθεση ανακαλύψαμε τη συναρπαστική αποτύπωση της υδροδοτικής κατάστασης της Αθήνας πριν και μετά το Φράγμα του Μαραθώνα, την εταιρεία ULEN, τη σύμβαση της με το ελληνικό κράτος, την κατασκευή της Σήραγγας Μπογιατίου και πλούσιο αρχειακό υλικό σχετικά με τους συντελεστές του έργου: μηχανικούς και απλούς εργάτες, καθώς και τις συνθήκες εργασίας και κατοίκησης στον οικισμό, που δημιουργήθηκε για την ταχύτερη ολοκλήρωση του έργου.